Η υπόνοια του Τσούμι

Το παρελθόν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια κατασκευή. Μια κατασκευή που όσο και αν φαίνεται περίεργο οικοδομείται στο παρόν. Αν πάρουμε στα σοβαρά αυτά που λέει ο Φρόιντ στο «πολιτισμός πηγή δυστυχίας» θα κατανοήσουμε ότι η αισθητική πραγματικότητα μια σύγχρονης πόλης όπως π.χ. η Αθήνα αποτελεί το πολυεπίπεδο περιβάλλον στο οποίον συνυπάρχουν οι επιστρώσεις της κλασικής αρχαιότητας, της ρωμαϊκής, της ελληνιστικής και της οθωμανικής περιόδου. Με τα νεοκλασικά των Βαυαρών, τις μοντέρνες πολυκατοικίες του ’60 και τα εμβληματικά κατασκευάσματα των μεταμοντέρνων αρχιτεκτόνων να συνυπάρχουν σε ένα όχι πάντα αρμονικό κολάζ.

Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που αρνούνται την πραγματικότητα. Αυτοί που επιλέγουν να δουν μόνο κάποιες εικόνες αγνοώντας τις υπόλοιπες και έτσι οραματίζονται μια ιδανική για αυτούς πόλη, που όμως δεν υπήρξε ποτέ. Οι ιδεολόγοι είναι εν γένει αρνητές της πραγματικότητας. Προτάσσοντας μια αντι-διαλεκτική ανάγνωση του παρόντος και κραυγάζουν αναπαράγοντας εμμονικές ονειρώξεις. Κάποιοι ζήτησαν κάποτε να γκρεμίσουμε τα νεοκλασικά, κάποιοι να τα αναδείξουμε ως τα ομορφότερα κτήρια της πόλης και να τα σώσουμε από τη φθορά του χρόνου, κάποιοι έστρεψαν το βλέμμα τους στις προσφυγικές και εργατικές κατοικίες και κάποιοι στην Ακρόπολη.

Αυτοί οι τελευταίοι είναι και οι πλέον διαχρονικοί. Χωρίζονται δε σε δύο κατηγορίες. Στους προγονόπληκτους και τους εξουσιαστές. Οι πρώτοι, συνήθως αγράμματοι και ανίδεοι φανατικοί, εμπνευσμένοι από το ρεύμα του ευρωπαϊκού ρομαντικού εθνικισμού οραματίστηκαν την επιστροφή στην Αθήνα. Βέβαια, η Αθήνα στα οράματά τους έμοιαζε περισσότερο με την ανέμελη φιλοσοφική ατμόσφαιρα που έβλεπαν στους πίνακες της Αναγέννησης παρά με την ιστορική πραγματικότητα. Οι δεύτεροι, πιο έξυπνοι, πάτησαν πάνω στην αφέλεια των πρώτων για να κατασκευάσουν και να εμπορευτούν το μύθο. Με πρώτους τους Βαυαρούς ηγεμόνες, κατέστρεψαν κάθε απομεινάρι της αρχαίας Αθήνας (τα δίπατα αθηναϊκά κτίσματα απομεινάρια των αρχαίων μεγάρων, τη λαβυρινθώδη πολεοδομία με τις εσωτερικές αυλές και τα περίπλοκα περάσματα, τον ίδιο το δημόσιο χώρο) για να κτίσουν τα κτήρια καρικατούρες του Παρθενώνα που ονόμασαν νεο-κλασικά. Με αυτό τον όρο νοούσαν την μετατροπή κάθε λιτού, δωρικού και απέριττου δομικού στοιχείου των κλασικών ναών σε γύψινο διακοσμητικό χωρίς καμία λειτουργικότητα.

Αυτοί οι ίδιοι ηγεμόνες είναι που εμπνεύστηκαν το εμετικό πολιτιστικό προϊόν της 4ης Αυγούστου και της 21ης Απριλίου. Ένα προϊόν που μπορεί σήμερα, μέσα από τις ασπρόμαυρες εικόνες των παλιών επίκαιρων, να φαντάζει κιτς αλλά είναι εξαιρετικά παρόν. Τόσο παρόν και υπαρκτό όσο παρούσες και υπαρκτές είναι οι νάιλον γιγαντοαφίσες της Γιάννας Αγγελοπούλου που κάλυπταν το 2004 με την εικόνα του Παρθενώνα (τι περίεργο;) τις εργατικές κατοικίες της Αλεξάνδρας (η λάμψη των μνημείων δεν έκρυβε άλλωστε διαχρονικά την εξαθλίωση των εργατών που τα έχτισαν;) και άλλα «ενοχλητικά» κτίσματα εντός της πρωτεύουσας.

Αυτοί οι ίδιοι ηγεμόνες έκαναν φαίνεται ένα λάθος. Ανέθεσαν στο Μπερνάρ Τσούμι να τους σχεδιάσει το νέο μουσείο της ακρόπολης με σκοπό να πουλήσουν πάλι πατριωτισμό και εθνικούς στόχους πιέζοντας τους Βρετανούς να επιστρέψουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Ο Τσούμι, όμως, δεν τους έκανε το χατίρι. Το αρχιτεκτονικό εγχείρημά του ενέχει μια πρόθεση ειλικρίνειας. Το μουσείο αποτελεί μια διαδρομή που καδράρει από τη μία την Ακρόπολη και από την άλλη την «άσχημη» σύγχρονη Αθήνα με τις χιλιάδες βρόμικες πολυκατοικίες και τα δάση των σκουριασμένων κεραιών. Αμοντάριστα πλάνα μια ειλικρινούς πρόθεσης χωρίς ωραιοποιήσεις. Οι γυμνές κολώνες από εμφανές μπετό θεμελιώνουν το κτήριο του μουσείου πάνω στα αρχαία ευρήματα της ανοιχτής ανασφαλής. Έτσι ακριβώς όπως θεμελιώθηκε η σύγχρονη Ελλάδα, με τα «βίαια» νέα υλικά, άκομψα και άγαρμπα πάνω στα στην ιστορία της. Μέσα στη δημιουργία του Τσούμι υπάρχει μια ηχηρή υπόνοια για το πώς το ελληνικό κράτος αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη κατασκεύασε και κατασκευάζει το παρελθόν της. Ο Τσούμι μας ανοίγει το βλέμμα στην πραγματικότητα. Σε αντίθεση με την κλασική θεώρηση του κλειστού μουσείου – θησαυροφυλακίου των μουσών, της «αλήθειας» και τη γνώσης, ο Τσούμι μας προτείνει μια εντελώς αντεστραμμένη οπτική. Έναν διάφανο εξώστη με θέα την αληθινή Αθήνα.

Και δεν είναι τυχαίο πως όλα τα golden boys της δημοσιογραφίας και της διανόησης αισθάνονται θιγμένοι. Καλούν το κράτος να γκρεμίσει τα διπλανά κτίσματα που τους χαλάνε τη θέα, καλούν την αστυνομία να μαζέψει τους μετανάστες μικροπωλητές που μας «κάνουν ρεζίλι διεθνώς», καλούν τον υπουργό πολιτισμού να κόψει το βίντεο για την ιστορία του Παρθενώνα γιατί θίγει την εκκλησία. Όσοι δεν αντέχουν την πραγματικότητα νιώθουν αφόρητα στο νέο μουσείο. Δεν συνειδητοποιούν τι ακριβώς τους φταίει αλλά είμαι απόλυτα βέβαιος ότι θα ένιωθαν λίγο πιο ήρεμοι αν ο υπουργός πολιτισμού έκλεινε τις τζαμαρίες με διαφημιστικά πανό και το βλέμμα τους μπορούσε να επικεντρωθεί στα μάρμαρα.

Το πραγματικό είναι απλά μια στιγμή του ψεύτικου, διάβασα κάποτε σε έναν τοίχο. Όμως, ακόμα και αν η ψευδής κατασκευή του παρελθόντος είναι ο κύριος ιδεολογικός μηχανισμός της εξουσίας, θα υπάρχει πάντα μέσα της, στις δημιουργίες των όχι και τόσο πιστών εργατών της, μια γραφή που εμπεριέχει το σπέρμα της υπονόμευσης. Μια ειλικρινής υπόνοια με θέα την πραγματικότητα.

Ξαναδιαβάζοντας τον Φρόιντ, συνειδητοποιώ πως αυτή, η αντιφατική υλική και ζωντανή πραγματικότητα, η φορτωμένη με της επιστρώσεις του πολιτισμού και τη φθορά του χρόνου, είναι όντως η πηγή της δυστυχίας. Όμως, χωρίς να αποδεχθούμε την πραγματικότητα πώς είναι δυνατόν να σκιτσάρουμε σχέδια απόδρασης, να προτάξουμε την ανατροπή, να φιλμάρουμε την ελευθερία;

Πως τα εξημερωμένα ζώα συμβάλλουν στην οικονομία

Οι φραστικοί μύδροι που ο πρωθυπουργός εξαπέλυσε ενάντια στους «κερδοσκόπους» που έχουν στήσει πάρτι με τα ελληνικά ομόλογα τινάζοντας το κόστος του κρατικού δανεισμού σε ιστορικά υψηλά επίπεδα δεν είναι παρά η συγκαλυμμένη έκφραση της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να χειραγωγήσει και να διαχειριστεί τις αντιφάσεις εκείνες που βρίσκονται στον πυρήνα της καπιταλιστικής σχέσης. Και δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι κατά κάποιο τρόπο είναι ταυτοχρόνως και παραδοχή της καθολικής ήττας που υπέστη έμπρακτα η δήθεν «εναλλακτική» πολιτική, σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης, η οποία καθίσταται ανεφάρμοστη, όχι τόσο λόγω των πραγματικών οικονομικών δεδομένων όσο λόγω του συγκεκριμένου πλαισίου, των παγκοσμιοποιημένων παραγωγικών σχέσεων, στο οποίο καλείται να εφαρμοστεί. Είτε το θέλουμε είτε όχι, «εξακολουθούμε να ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία η παραγωγή για το κέρδος παραμένει η βασική οργανωτική αρχή της οικονομικής ζωής»[1], οπότε κάθε απόπειρα να αποδοθούν ευθύνες στην υποτιθέμενη παρέκκλιση, δυσλειτουργία ή διαταραχή είναι, όπως έλεγε και ο Μαρξ, σαν να «χτυπά κανείς το σακί για να δείρει το γαϊδούρι».[2] Είναι παρόλα αυτά προφανές ότι όσο κι αν χτυπήσουμε το σακί, το γαϊδούρι δεν πρόκειται να θιχτεί ούτε και να πονέσει…

Όμως ο Μαρξ είπε και κάτι άλλο: «Η φλυαρία ότι κανείς δεν θα απασχολούσε το κεφάλαιό του χωρίς να βγάζει κέρδος καταλήγει είτε στην ανοησία ότι οι καλοί μας κεφαλαιοκράτες θάμεναν κεφαλαιοκράτες και χωρίς να απασχολούν το κεφάλαιό τους· είτε σ’ ένα πολύ φτηνό τρόπο να πει κανείς ότι η επικερδής απασχόληση ανήκει στην έννοια του κεφαλαίου».[3] Με άλλα λόγια, το κεφάλαιο δεν είναι πια κεφάλαιο από τη στιγμή που θα πάψει να αυτο-αυξάνεται και να πολλαπλασιάζεται· δεν μπορεί λοιπόν κανείς να τα βάζει με όσους απλώς «κάνουν τη δουλειά» τους όταν πραγματικός τους στόχος υποτίθεται ότι είναι η εξεύρεση λύσεων για το «ξεπέρασμα της κρίσης».


Αυτό πιθανώς σημαίνει πως υπάρχει κάτι πέρα από την απλή διαπίστωση ότι το «κεϋνσιανής» έμπνευσης μοντέλο που ευαγγελιζόταν προεκλογικά ο νυν πρωθυπουργός είναι ανεπίκαιρο στις μετα-φορντιστικές συνθήκες της ευέλικτης συσσώρευσης. Και για να προλάβω τις τυχόν ενστάσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν αναφορικά με το κατά πόσο δικαιούμαστε να μιλάμε για ένα διακριτό στάδιο του γενικευμένου μοντέλου παραγωγής που μπορεί να αφορά και την ελληνική οικονομία, θα υπενθυμίσω ότι οι συνθήκες του μετα-φορντισμού δεν έχουν να κάνουν με το επίπεδο ανάπτυξης μιας οποιασδήποτε μεμονωμένης χώρας, αφορούν στην ευρύτερη κίνηση του απεδαφικοποιημένου παγκόσμιου κεφαλαίου το οποίο στη χρηματοπιστωτική μορφή του έχει αφήσει πίσω του την υλική βάση της εργασίας, παράγοντας πλέον κέρδος από την ίδια του την υπόσταση ως εμπόρευμα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μιας από τις χώρες «γουρούνια» (το ακρωνύμιο PIG’S περιγράφει ως γνωστόν τις χώρες της ευρωζώνης με «προβληματική» οικονομία, ήτοι Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία), θα λέγαμε πως οι επιχειρούμενες διαρθρωτικές αλλαγές δεν είναι παρά ένας τρόπος βίαιης προσαρμογής του «καθυστερημένου» ελληνικού κράτους στις μετα-φορντιστικές συνθήκες συσσώρευσης, ένα ακόμα δείγμα οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού «εκσυγχρονισμού» που συνεχίζει ακάθεκτος να σαρώνει τα πάντα, επιβεβαιώνοντας την καταστροφική δυναμική του καπιταλισμού.


Στην εποχή που το κεφάλαιο καταστρέφει, παρά τις όποιες επί μέρους αντιστάσεις, τα πολιτισμικά στεγανά και τα παγκόσμια εδαφικά σύνορα, συγκροτώντας την παγκόσμια κοινότητα του κεφαλαίου, τα κράτη, και δη τα περιφερειακά από άποψη πολιτικοοικονομικής ισχύος, δεν κατέχουν πλέον τα μέσα που θα τους παρείχαν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τον απαιτούμενο για τη (σχετική) αυτονομία τους έλεγχο πάνω στις ροές του κεφαλαίου, ούτε όμως και εκείνων της εργασίας που με τη μορφή της μετανάστευσης διαταράσσει διαρκώς τις εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ «εσώκλειστων» και «αποκλεισμένων». Με άλλα λόγια, η οικονομική τους πολιτική υπάγεται σε ένα συνολικό πλέγμα σχέσεων που υπερκαθορίζεται από τις πιο προωθημένες μορφές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που σέρνουν την ατμομηχανή της «ανάπτυξης» και δίνουν τον τόνο στις εξελίξεις παγκοσμίως. Υποχρεώνονται έτσι, τα κράτη αυτά, να αναδιαμορφώσουν βάσει ενός υπαγορευόμενου νεο-φιλελεύθερου μοντέλου –στην πραγματικότητα, μια κομπογιαννίτικη όπως έχει αποδειχτεί συνταγή– την πολιτική τους, σε μια προσπάθεια να ελέγξουν τον συσχετισμό των δυνάμεων στο εσωτερικό τους, να τιθασεύσουν την εργατική δύναμη εξοντώνοντας το περιττό δυναμικό και να περιορίσουν ασφυκτικά το κόστος της κοινωνικής αναπαραγωγής, επιδιώκοντας την προσαρμογή στις νόρμες εξεύρεσης χρηματικών πιστώσεων από τις «αγορές», ανάγοντας αναπόφευκτα τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το κρατικό χρέος σε δείκτες σήμανσης της πορείας προς την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πειθάρχηση της κοινωνίας στις προσταγές του κέρδους.


Οι μύδροι του Παπανδρέου είναι υπ’ αυτό το πρίσμα προσχήματα, άσφαιρα πυρά που βάλουν ενάντια στις φασματικές φιγούρες των κακών «κερδοσκόπων»· μας θυμίζουν τις διαδεδομένες παλαιότερα προκαταλήψεις για τον εβραίο τοκογλύφο, τον χοντρό καπιταλιστή, τον άπληστο τραπεζίτη ή τον μαυραγορίτη, τίποτα περισσότερο από λαϊκίστικες δοξασίες που αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να πουν τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Από παντού μας καλούν να συμβάλλουμε «όλοι μαζί» στην «εθνική προσπάθεια ανάτασης της οικονομίας», να συναινέσουμε αδιαμαρτύρητα και να επωμιστούμε τα βάρη της «εξυγίανσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους», την κοινωνικοποίηση δηλαδή της κρίσης. Να συμμετάσχουμε οικειοθελώς και αγόγγυστα σε μια απόπειρα δομικής αναδιάρθρωσης των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας, τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και σε εκείνο της κατανάλωσης. Η ρητορική τους επικαλείται γνωστά και τετριμμένα συνθήματα ή ευφάνταστες ενίοτε παραλλαγές τους προσαρμοσμένες στα σημερινά δεδομένα («φορολογική συνείδηση», «κίνημα των αποδείξεων»(!), «υπεύθυνη στάση απέναντι στο πρόβλημα», «εθνική συναίνεση», «απαραίτητες θυσίες από όλους», «μείωση του παραγωγικού κόστους για αύξηση της ανταγωνιστικότητας», «δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών», «δίκαιη κατανομή των βαρών» κ.λπ., κ.λπ.) που απευθύνονται στα μηχανιστικά αντανακλαστικά και τη συνείδηση του «καλού πολίτη». Στη ρητορική της πειθούς το υποκείμενο είναι πάντοτε ενιαίο και αδιαίρετο, ένα σώμα με κοινή βούληση, το «έθνος», το «κράτος», «εμείς», που κινδυνεύει να αφανιστεί αν δεν αναλάβει ο καθένας από εμάς τις ευθύνες του. Κάθε αναφορά στις πανταχού παρούσες ταξικές διαιρέσεις και στην εκμετάλλευση των πολλών από τους λίγους θάβεται κάτω από το «κοινό συμφέρον», λες και η αιμορραγία της κερδοφορίας του κεφαλαίου μπορεί να σταματήσει μόνο με τη δική μας πλήρη υποταγή, με την εμβάθυνση της δικής μας μιζέριας.


Εξ ορισμού υπ’ αυτές τις συνθήκες της νεο-φιλελεύθερης ιδεολογικής ηγεμονίας, η γονιμότητα των επενδύσεων αποκτά μεταφυσικό χαρακτήρα και το κεφάλαιο ορίζεται ως ζωοποιός ουσία, απαραίτητη για την επιβίωσή μας. Η μυθολογία ανακτά το κύρος της με τη μορφή των οικονομικών αναλύσεων που ποδηγετούν οποιαδήποτε άλλη διάσταση της κοινωνικής συγκρότησης. Τίποτα δεν μοιάζει παράλογο, ούτε καν το γεγονός ότι οι πολύμορφες και πολυσήμαντες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων υπ’ αυτές τις συνθήκες θάβονται με τόση ευκολία πίσω από τους οικονομικούς δείκτες. Αν κάποιος αναζητά το νήμα που ενώνει όλους τους σύγχρονους μύθους θα το βρει δίχως άλλο στο συντακτικό των οικονομολόγων. Και αν απομονώσει τις φράσεις-κλειδιά, που επαναλαμβάνονται γοερά σαν μάντρα από τους πολιτικούς και τους πάσης φύσεως ειδήμονες, θα ανασυστήσει το στοιχειώδες λεξικό της εκμετάλλευσης, της βάσης για την παραγωγή του πλούτου στον καπιταλισμό.


Παρόλα αυτά είναι αδήριτη αλήθεια ότι οποιαδήποτε υπαναχώρηση από μεριάς της ελληνικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά στις μεθόδους που επιβάλλεται να ακολουθήσει ώστε να περιορίσει το κοινωνικό κόστος της εργασίας και να διασφαλίσει την κερδοφορία του κεφαλαίου θα επιφέρει αναπόδραστα ισχυρότερες πιέσεις και σφοδρότερη επίθεση στην εργασία μέσα από τον παγκοσμιοποιημένο μηχανισμό πειθάρχησης που το κεφάλαιο έχει στήσει σε αυτή τη φάση συσσώρευσης. Αν η απειλή της απόλυτης ένδειας που σκιάζει τον ορίζοντα ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων της κοινωνίας δεν αποδειχτεί ένα καλό μέσο εκβιασμού ώστε να αρκεστούν σε ολοένα και μικρότερο μερίδιο από τον παραγόμενο από τους ίδιους κοινωνικό πλούτο και να περιορίσουν το φαντασιακό τους σχετικά με τις δυνάμει εναλλακτικές δυνατότητες για την κοινωνική οργάνωση, τότε θα επιστρατευτεί η απειλή της ωμής βίας, είτε ως πολιτική δικτατορία είτε ως πόλεμος.


Ο ασφυκτικός εναγκαλισμός των «αγορών» υποθάλπει τους χειρότερους εφιάλτες που τα ευχολόγια των πολιτικών ματαίως προσπαθούν να ξορκίσουν. Δεν φταίνε προφανώς ούτε οι «κερδοσκόποι», ούτε η «τεμπελιά» και η «σπάταλη» ζωή μας. Το γαϊδούρι είναι γερά φορτωμένο με λογής λογής σακιά και δεν παίρνει χαμπάρι· όσο κι αν το χτυπάνε το σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να επανέλθει ποτέ ξανά στον «ίσο» δρόμο. Όσο για τα γουρούνια, αυτά φαίνεται πως έχουν ακόμα απόθεμα λίπους και αντέχουν τον υποσιτισμό. Όταν πια θα καταναλωθεί κι αυτό, θα έχει απομείνει ακόμα αρκετή σάρκα για να κατασπαραχτεί. Είναι αλήθεια πως μπορείς να αξιοποιήσεις ολόκληρο το γουρούνι, εκτός ίσως από τις κραυγές του την ώρα που το σφάζεις…


[1] David Harvey, Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής, μτφρ.: Ε. Αστερίου, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, σ. 171.

[2] Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (Grundrisse der Kritik der Politischen Ökonomie), τόμ. Β΄, εισαγ.-μτφρ. Διονύσης Διβάρης, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1990, σ. 174.

[3] Ό.π., σ. 199, έμφαση στο πρωτότυπο.