Οι γκρι αποχρώσεις του Μπλε

Η δημοκρατική μας κοινωνία κληρονόμησε την υψηλή τέχνη περασμένων αιώνων, άλλοτε κτήμα ηγεμόνων, κοσμικών ή θρησκευτικών εξουσιών. Ιδιοποιήθηκε τα έργα τέχνης μετατρέποντάς τα σε αντικείμενα όχι μόνο αισθητικής απόλαυσης, αλλά και γνώσης που – θεωρητικά τουλάχιστον – θα έπρεπε να ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, προάγοντας την κριτική σκέψη και τις συλλογικές αξίες. Τι γίνεται όμως όταν το μουσείο εισβάλλει στο σύγχρονο δημόσιο χώρο, υφαρπάζοντας μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης όχι απλώς ξένες, αλλά απροκάλυπτα εχθρικές απέναντι στην ίδια τη μουσειακή αντίληψη της τέχνης; Δεδομένης μάλιστα της λατρείας του πολιτιστικού θεσμικού οικοδομήματος για οτιδήποτε «ανατρεπτικό» ή «επαναστατικό», υπάρχει σήμερα πραγματικά αντισυστημική τέχνη και ποιος είναι ο ρόλος της; Τι σημαίνει για τη φυσιογνωμία της σύγχρονης τέχνης, αλλά και για το ρόλο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η καθιέρωση εκθεσιακών πρακτικών όπως η απόσπαση έργων τέχνης από το αρχικό τους πλαίσιο και η εργαλειακή αντιμετώπιση των πολιτιστικών αγαθών; Σε ποιον ανήκουν τελικά τα έργα και ποιος νομιμοποιείται να τα αφαιρέσει; Ή όπως το θέτει ένας αρθρογράφος τηςReppublica «Το copyright προστατεύει ακόμα και έργα που πραγματοποιήθηκαν παράνομα; Μα κυρίως η street art παραμένει art και χωρίς street»;

Τέτοια ερωτήματα ανακύπτουν εκ νέου με αφορμή την απόφαση του Ιταλούstreet artist με το ψευδώνυμο «Blu» να καλύψει με γκρι μπογιά όλα τα έργα που δημιούργησε την τελευταία εικοσαετία στη Μπολόνια, αντιδρώντας σε μια πρωτοβουλία «διάσωσης» της τέχνης του δρόμου, πίσω από την οποία ο καλλιτέχνης βλέπει μια απόπειρα αλλοτρίωσής της. Πρόκειται για την έκθεση«Street Art.Banksy & Co. – Η τέχνη στον αστικό χώρο», που εγκαινιάστηκε στις 18 Μαρτίου στο Palazzo Pepoli, όπου παρουσιάζεται πλήθος αποτοιχισμένων έργων, με διακηρυγμένο στόχο τη διάσωση τους από υπό κατεδάφιση κτίρια, δια της μετατροπής τους σε μουσειακά εκθέματα. Η έκθεση διοργανώνεται από το ίδρυμα «Genus Bononiae. Musei nella Città», με πρόεδρο το Fabio Roversi Monaco, πρύτανη του Πανεπιστημίου της Μπολόνια από το 1985 ως το 2000 και ισχυρό στέλεχος σημαντικών καλλιτεχνικών θεσμών της πόλης.



Πρόκειται για τη ίδια πόλη, δικαστήριο της οποίας καταδίκασε στις 15 Φεβρουαρίου την 35χρονη street artist Alice Pasquini, γνωστή με το ψευδώνυμοAliCè, σε πρόστιμο 800 ευρώ, για πρόκληση ρύπανσης τοίχων. Ήταν το τίμημα της αποδοχής της πατρότητάς των έργων της, καθώς επέλεξε να μην ακολουθήσει την παράδοση της ανωνυμίας των «γνωστών-αγνώστων» ομότεχνών της όπως ο Blu. Όπως σχολιάζει σε ένα διάλειμμα από τις εργασίες της σε ένα κέντρο φιλοξενίας ανήλικων μεταναστών στη Ρώμη, «κάθε πρωτοπορία που σέβεται τον εαυτό της, λέει καινούρια πράγματα ως ένα σημείο, μετά από το οποίο έρχεται η αγορά της Τέχνης με κεφαλαίο «Τ» και λέει «Α, αυτό το πράγμα είναι ενδιαφέρον, ας δούμε πώς μπορούμε να το εμπορευματοποιήσουμε». Επιμελητές και συλλέκτες έχουν αρχίσει να επενδύουν σε ένα καλλιτεχνικό είδος που γεννήθηκε ως αυθόρμητη αντίδραση στους μηχανισμούς της αγοράς.

Την περασμένη Παρασκευή, με παρουσία αστυνομικών δυνάμεων, υπό το φόβο επεισοδίων, μετά το πρόσφατο κύμα διαμαρτυριών που ξεσήκωσε η πρωτοβουλία του Blu, το μουσείο άνοιξε τις φιλόξενες αγκάλες του για να περιθάλψει τα εύθραυστα έργα των ανήσυχων δημιουργών του δρόμου. 



Όπως μας πληροφορούν οι διοργανωτές «είναι η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση που αφιερώνεται στην ιστορία της street art», με την ευγενή πρόθεση να αναδείξει ζητήματα συντήρησης και μουσειοποίησης [sic] «αυτών των αστικών εμπειριών», καλώντας τους επισκέπτες «να ανακαλύψουν ένα νέο τρόπο θέασης και σύνδεσης με τον αστικό χώρο». Όμως ο εφήμερος χαρακτήρας αποτελεί συστατικό στοιχείο αυτής της μορφής τέχνης, άρρηκτα συνδεδεμένη καθώς είναι με την καθημερινότητα των κατοίκων, τη φθορά των υλικών και τις διαρκείς μεταβολές του αστικού τοπίου, ιδιαίτερα των υποβαθμισμένων συνοικιών. Αυτό είναι το σκηνικό των συλλογικών αγώνων ενάντια στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, την ασύδοτη κερδοσκοπία, το ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Τέτοιες εμπειρίες εμπνέουν συχνά τη θεματολογία των παραστάσεων και διαμορφώνουν την ταυτότητα των συλλογικοτήτων και των κοινωνικών ομάδων που αποτελούν τους αποδέκτες τους.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο γεννημένος στη Senigallia της κεντρικής ΙταλίαςBlu, τον οποίο η Guardian κατέταξε στους δέκα σημαντικότερους καλλιτέχνες του δρόμου το 2011, προβαίνει σε μια τέτοια δημόσια «αυτολογοκρισία» ως εκδήλωση διαμαρτυρίας. Το είχε κάνει πριν δυο χρόνια στο Βερολίνο, αντιδρώντας στην πολιτική κερδοσκοπικής οικιστικής ανάπτυξης στην άλλοτε εργατική συνοικία Kreuzberg, η οποία επρόκειτο να υποστεί το λεγόμενο «εξευγενισμό» (gentrification), όπως είναι γνωστή η πρακτική αναμόρφωσης των φτωχών εργατικών συνοικιών του κέντρου της πόλης προς όφελος του κτηματικού κεφαλαίου και της μεγάλης ακίνητης ιδιοκτησίας. Η εν λόγω διαδικασία συνοδεύεται από την αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης των περιοχών, μέσω της απομάκρυνσης των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. 

Τη νύχτα μεταξύ 11 και 12 Δεκεμβρίου του 2014 η ομάδα του Blu υπέβαλλε σε «καλλιτεχνική ευθανασία» τις τεραστίων διαστάσεων τοιχογραφίες Chains καιBrothers στην Cuvrystraße, έργα που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2007-2008, στο πλαίσιο των φεστιβάλ «Backjump» και «Planetprozess».


Στην πρώτη, ένας άνδρας δίχως πρόσωπο προσπαθεί να τακτοποιήσει τη γραβάτα του, έχοντας τα χέρια δεμένα με τις ιδιότυπες χρυσές χειροπέδες που σχηματίζει μια αλυσίδα ανάμεσα στα πολυτελή ρολόγια του. Δίπλα, δυο φιγούρες με καλυμμένα από αντιασφυξιογόνες μάσκες πρόσωπα – προσωποποιήσεις του Ανατολικού και του Δυτικού Βερολίνου – αγωνίζονται να «ξεσκεπάσουν» η μια την άλλη.

Η ιστορία των δύο τοιχογραφιών είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορία της συνοικίας Kreuzberg, στο σύνορα του άλλοτε Δυτικού Βερολίνου με το Ανατολικό. Ο καλλιτέχνης και οι συνεργάτες του έκριναν πως είχε φθάσει η στιγμή να καλύψουν τα έργα, καθώς η εποχή που αντιπροσώπευαν έφθανε στο τέλος της. Οι τοιχογραφίες είχαν γίνει εμβληματικές εικόνες της πόλης και είχαν ενταχθεί στα τουριστικά της αξιοθέατα. Η αισθητική της αντίστασης είχε καταλήξει προϊόν μάρκετινγκ. Παράλληλα, η διαδικασία της επελαύνουσας gentrification και οι αυξήσεις των ενοικίων προκαλούσαν έντονες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Ενώ όμως απειλούσε με αφανισμό χώρους ελεύθερης δημιουργίας, η αστική ανάπλαση προσπάθησε να αναβιώσει τεχνητά τη δημιουργικότητα που η ίδια κατέστρεφε. Ο καλλιτέχνης διείδε την εμφάνιση μιας τέχνης «ζόμπι» που θα μετέτρεπε το Βερολίνο σε φανταχτερή πόλη-μουσείο, ένα πάρκο τέχνης για την αναψυχή εκείνων που θα είναι σε θέση να πληρώνουν τα ακριβά ενοίκια. Η ενέργεια της ομάδας του Blu αποσκοπούσε στην επισήμανση της κοινωνικής σημασίας των καλλιτεχνικών παρεμβάσεων αυτού του είδους, εγγενώς πρόσκαιρων και επισφαλών εξάλλου, προσκαλώντας – ή μάλλον προκαλώντας – κι άλλους προβεβλημένους εκπροσώπους της streetart να ακολουθήσουν: «Η σειρά σου Banksy».





Σε άλλα έργα σημειώθηκαν παρεμβάσεις των ίδιων των παραγγελιοδοτών ή ακόμα και των αρχών. Το μουσείο σύγχρονης τέχνης του Λος Άντζελες (MOCA) ζήτησε από το Blu να εικονογραφήσει έναν από τους τοίχους του, ενόψει μιας έκθεσης street art προγραμματισμένης για το 2011. Η απεικόνιση ξύλινων φέρετρων τυλιγμένων με τεράστια χαρτονομίσματα εν είδει τιμητικών σημαιών, έφερε σε αμηχανία τη διεύθυνση του μουσείου, λόγω της γειτνίασης του χώρου με ένα κέντρο υγείας βετεράνων καθώς και με ένα μνημείο αφιερωμένο στους ιαπωνικής καταγωγής Αμερικανούς στρατιώτες που έλαβαν μέρος στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως εκ τούτου το έργο καλύφθηκε με πρωτοβουλία του διευθυντή του MOCA Jeffrey Deitch, στις 9 Δεκεμβρίου του 2010.


Άλλοι λογοκριτές εστίασαν το ενδιαφέρον τους σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες του έργου, προσθέτοντας κυριολεκτικά τη δική τους πινελιά στο αισθητικό αποτέλεσμα! Γνωστή είναι η περίπτωση του έργου της συνοικίας San Basilioστη βορειοανατολική πλευρά της Ρώμης, μια από εκείνες τις απομακρυσμένες περιφέρειες που ο Παζολίνι αποκαλούσε «στρατόπεδα συγκέντρωσης για φτωχούς». Η συνοικία δημιουργήθηκε στη δεκαετία του 1930, όταν το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι επιχειρούσε να απομακρύνει τα φτωχότερα στρώματα από το κέντρο της πόλης, μετεγκαθιστώντας εκεί πολυάριθμες οικογένειες βιοτεχνών και μικρεμπόρων, ώστε να κάνει χώρο για πλατιές λεωφόρους, προοριζόμενες για σκηνικά μεγαλοπρεπών παρελάσεων.

Στη δεκαετία του 1970 η συνοικία υπήρξε πεδίο μάχης για το δικαίωμα στην κατοικία. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1974 ο 19χρονος αγωνιστής της «Εργατικής Αυτονομίας του Τίβολι» Fabrizio Ceruso έπεσε νεκρός από πυρά αστυνομικών που επιχειρούσαν να εκκενώσουν κατειλημμένους χώρους της περιοχής, προξενώντας κύμα οργής και αιματηρές συγκρούσεις. 

Σε γειτονιές όπως αυτή, που μαστίζεται ακόμα από την ανεργία, την εξαθλίωση και την παρανομία και όπου η πλήρης απόσυρση της κρατικής πρόνοιας συνοδεύεται από τη μόνιμη παρουσία της κρατικής καταστολής, διαμορφώνοντας μια άτυπη κατάσταση διαρκούς εκτάκτου ανάγκης, συλλογικότητες κατοίκων και κοινωνικά κινήματα αγωνίζονται ενάντια στην κοινωνική αποσάθρωση και τον αποκλεισμό. Στην τεσσαρακοστή επέτειο της δολοφονία του  Fabrizio Ceruso το 2014, τοπικοί σύλλογοι που συνεργάστηκαν στο πρότζεκτ  «San Basilio» ζήτησαν από το Blu να ζωγραφίσει ένα έργο αφιερωμένο στα δραματικά γεγονότα του 1974. 

Στο δίχως παράθυρα  τοίχο μιας λαϊκής πολυκατοικίας, ο Blu σχεδίασε μια τοιχογραφία ύψους 14 μέτρων, που απηχεί την παλιά ιταλική παράδοση της απεικόνισης θαυματουργών παρεμβάσεων αγίων. Ο από μηχανής θεός είναι ένας πελώριος Άγιος Βασίλειος με μακριά γενειάδα και στιβαρή σα μεγαλιθικός ογκόλιθος κορμοστασιά. Με την κίτρινη λάμψη των ενδυμάτων του, διαγράφεται επιβλητικός στο γαλάζιο ουρανό με τα απαλά, αρμονικά διατεταγμένα σύννεφα. Στο ωμοφόριό του φέρει σύμβολα της κατάληψης και του δικαιώματος στην κατοικία. Με σταθερό, αποφασιστικό βήμα, ο χριστιανός θεολόγος του 4ου αιώνα μ. Χ., παρεμβαίνει λυτρωτικά υπέρ των «πολιορκημένων» από τις αστυνομικές δυνάμεις κατοίκων της συνοικίας. Με μια θαυματουργή χειρονομία του αριστερού χεριού σταματά την επιχείρηση εκκένωσης των κατειλημμένων σπιτιών. Το φως από το χέρι του αγίου σπέρνει τον πανικό στις γραμμές των δυνάμεων καταστολής. Μερικοί γονατίζουν, άλλοι μεταμορφώνονται σε πρόβατα ή γουρούνια, ενώ ο άγιος, με ένα ψαλίδι στο υψωμένο δεξί του χέρι σπάζει ένα λουκέτο. Στα πόδια του δεκάδες ανθρωπάκια – άλλα στο δρόμο, άλλα στις ταράτσες – υπερασπίζονται την κατάληψη. Ένα πανό γράφει «Το σπίτι ανήκει σε όποιον το κατοικεί».
      

Μερικές μέρες μετά την ολοκλήρωση του έργου, κλιμάκιο του δήμου της Ρώμης, επιφορτισμένο με ειδική νυχτερινή αποστολή αποκατάστασης της ευπρέπειας, κάλυψε με μπογιά το τμήμα της σύνθεσης όπου απεικονιζόταν η αστυνομία, αφήνοντας άθικτο το υπόλοιπο. Οι κάτοικοι δεν άργησαν να απαντήσουν. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε πάνω στην ασπρισμένη επιφάνεια η επιγραφή «λογοκριμένο». Όπως ανέφερε η σχετική ανακοίνωση των δημοτικών αρχών, το συγκεκριμένο μέρος της τοιχογραφίας παραβίασε το άρθρο 342 του ποινικού κώδικα, στο βαθμό που περιείχε προσβλητικά μηνύματα για τα όργανα της τάξης.  

Το ενδιαφέρον είναι πως την ίδια περίοδο ο δήμος υπήρξε κάθε άλλο παρά εχθρικός απέναντι στην αισθητική της τέχνης του δρόμου, χρηματοδοτώντας ένα άλλο πρότζεκτ δημόσιας τέχνης στην ίδια συνοικία. Βλέπουμε δηλαδή ότι οι θεσμοί υποστηρίζουν ενεργά αυτή τη μορφή τέχνης ως μέσο αισθητικής αναβάθμισης των συνοικιών, την ίδια στιγμή που, μέσω του ελέγχου της προκλητικότητας της κοινωνικής κριτικής της, επαναπροσδιορίζουν τα όρια της καλλιτεχνικής ελευθερίας. «Τέχνη» είναι εντέλει κάτι που ενδέχεται να αυξήσει τις τιμές των ακινήτων ή να υποκαταστήσει την απουσία ουσιαστικής μέριμνας για ευτελή και πεζά ζητήματα όπως οι ελλείψεις μέσων μεταφορών, λαϊκών κατοικιών, βρεφονηπιακών σταθμών και δημόσιων υπηρεσιών.


Πριν λίγες μέρες, με μια λιτή και αιχμηρή – σαν τα εκφραστικά του μέσα – ανάρτηση στο προσωπικό του ιστολόγιο, ο Blu μας γνωστοποίησε πως «στη Μπολόνια δεν υπάρχει πια μπλε και δε θα υπάρχει για όσο οι άρχοντες θα τρώνε. Για ευχαριστίες ή παράπονα ξέρετε σε ποιον ν’ απευθυνθείτε». Στις 12 Μαρτίου η συλλογικότητα Wu Ming εξήγησε το νόημα αυτής της απόφασης:
«Η έκθεση Street Art. Banksy & Co. είναι το σύμβολο μιας αντίληψης της πόλης που πρέπει να αντιπαλέψουμε, η οποία βασίζεται στον ιδιωτικό πλουτισμό και στη μετατροπή της ζωής και της δημιουργικότητας όλων προς όφελος λίγων. Αφού κατήγγειλαν και στιγμάτισαν γκράφιτι και σχέδια ως μορφές βανδαλισμού, αφού συνέθλιψαν τις νεανικές κουλτούρες που τα παρήγαν, αφού εκκένωσαν τους χώρους που αποτέλεσαν εργαστήρια για εκείνους τους καλλιτέχνες, τώρα, οι ισχυροί της πόλης θέλουν να γίνουν οι σωτήρες της street art […] Απέναντι σε μια αλαζονεία αντάξια ενός landlord ή ενός αποικιακού κυβερνήτη, που αισθάνεται ελεύθερος να πάρει ακόμα και τα σχέδια από τους τοίχους, δεν μένει άλλο από το να εξαφανίσουμε τα σχέδια. Αφαιρώντας τα [επιδιώκουμε να] αποτρέψουμε τη σπέκουλα. Ένα χέρι βοήθειας στο Blu θα δώσουν τα μέλη των καταλήψεων των δύο κοινωνικών κέντρων XM24 και Crash».


Μεταξύ των αφανισμένων πλέον έργων, ξεχώριζε η 8x8 μ. τοιχογραφία που ζωγραφίστηκε στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Bologna Brucia» (7-9 Μαρτίου 2013) στην Πρώην Αγορά 24 (Ex Mercato 24) της οδού Fioravanti, σε έναν τοίχο του κοινωνικού κέντρου Xm24 που οι τοπικές αρχές σχεδίαζαν να κατεδαφίσουν. Ο τοίχος αφηγούταν τη …μητέρα των μαχών στη σύγχρονη πόλη, όπου η τοπική ιστορία διαπλέκεται με παγκόσμιες εξελίξεις, μέσα από μια πανοραμική αναπαράσταση επικής σύγκρουσης, με παιγνιώδεις αναφορές στον Άρχοντα των δακτυλιδιών και τον Πόλεμο των άστρων, ανάμεσα στις δυνάμεις της εύπορης ελίτ και των κοινωνικών κινημάτων. 


Η αναμέτρηση παίρνει τη μορφή μιας γιγαντιαίας καρικατούρας αποκαλυπτικού οράματος σε στιλ grisaille, με τους καταπέλτες των αντίπαλων στρατιών να εκτοξεύουν πελώρια αλλαντικά οι μεν, κολοκύθες και καρπούζια οι δε.  


Ένα ιλιγγιώδες γκρίζο τσουνάμι ορθώνει απειλητικά την φλεγόμενη Μπολόνια-Mordor, έτοιμο να σε καταπιεί με πάταγο. Στη φλεγόμενη κορυφή του δεσπόζει ο μεσαιωνικός πύργος των Asinelli με το μάτι του Sauron, ένας εκ των φημισμένων «δύο πύργων» της Μπολόνια, όπου εγκαταστάθηκε κάποτε ένας αναμεταδότης της RAI. 



Οι ουρανοί ανοιγμένοι στα δυο, αντανάκλαση του πεδίου της μάχης. Τα πυκνά μαύρα σύννεφα σχηματίζουν ένα κατακόρυφο, συμπαγές, αδιαπέραστο σκοτεινό τείχος ανάμεσα στην πύρινη και τη γαλάζια έκταση, που απηχείται στην αντίστροφης φοράς κενή λωρίδα, τη no man's land που χωρίζει τις δυο στρατιές από κάτω.  Έξω από τα τείχη του 14ου αιώνα το λιβάδι βουλιάζει από το πλήθος των εξεγερμένων. Με αιχμή του δόρατος τους ποδηλάτες, ακολουθούν διάφοροι ακτιβιστές, το «book bloc» με τα βιβλία-ασπίδες, τα κινήματα του ελεύθερου software, της αλληλέγγυας οικονομίας και του αντιφασισμού. Στο μέσο προπορεύονται ομάδες με σημαίες του κινήματος «No Tav», ενάντια στα σχέδια υποδομών του Σιδηροδρόμου Υψηλής Ταχύτητας, http://www.notav.info/ καθώς και του αντικληρικαλιστικού “No Vat”. Άλλοι εξοπλίζονται με οπωροκηπευτικά  από το κοινωνικό κέντρο. Ένα Ent κρατά σε περίοπτη θέση έναν πυροσβεστήρα – αναφορά στο δολοφονημένο στη Γένοβα, το 2001, 23χρονο ακτιβιστή του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης Carlo Giuliani.
Απέναντί τους, σα χείμαρρος μέσα από τα τείχη, ξεχύνεται ένα σιδηρόφρακτο σμάρι από σκαπτικά μηχανήματα, φορτηγά και αυτοκίνητα. Χασάπηδες που κραδαίνουν μπαλτάδες, καταστηματάρχες, αγανακτισμένοι νοικοκυραίοι - ανδρείκελα, εισπράκτορες εισιτηρίων με πρόστιμα, ορκ, μινώταυροι, ιπτάμενοι δράκοι, καρικατούρες φανταστικών μυθολογικών πλασμάτων με κεφάλια ταμειακές μηχανές. Σέρνουν μαζί τους τον Ποσειδώνα, το μεγαλοπρεπές μπρούτζινο άγαλμα του Giambologna, που οι ντόπιοι αποκαλούν «Γίγαντα»: η αναγεννησιακή κληρονομιά της πόλης ως αλυσοδεμένο τέρας στα χέρια του εχθρού, έτοιμο να ριχτεί στη μάχη. 


Σε πρώτο πλάνο ο τύπος του Ιταλού δημάρχου-Sauron, με τη χαρακτηριστική τρίχρωμη κορδέλα και την απροσδιόριστη φλογόμορφη όψη. Απλώνει τα γαμψά του νύχια για ν’ αρπάξει το μαγικό δακτυλίδι. Κι από πίσω έτοιμοι να εφορμήσουν οι πραιτοριανοί του. Ανάμεσά τους συνωθούνται λευκοί στρατιώτες της Αυτοκρατορίας του Star Wars, προεξάρχοντος του Darth Vader. Ένας τραπεζίτης με σώμα χρηματοκιβώτιο. Ο όχλος σε παροξυσμό. Ένας ευμεγέθης πολιτικός-Πινόκιο περιτριγυρισμένος από μικρόφωνα και δημοσιογράφους.


Όλοι συρρέουν προς το μαγικό δαχτυλίδι στο κέντρο του πρώτου πλάνου, ένα από τα λίγα έγχρωμα σημεία. Εσωτερικά φέρει τη μάλλον προειδοποιητική επιγραφή «fucking hell». Το έχει κερδίσει η ιπτάμενη ηρωική μορφή στα δεξιά. Με το πρόσωπο καλυμμένο ολόκληρο από τατουάζ και μια μπλούζα με το σύμβολο «Xm24», παραπέμπει εμφανώς σε μια «θρυλική» φυσιογνωμία της πόλης: το Willie (Uilli Tatù), έναν Άγγλο μετανάστη, μουσικό και ακτιβιστή – τόσο δημοφιλή που το 2011 κατέβηκε υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές! Οι υπερφυσικές ιδιότητες του δαχτυλιδιού βρίσκονται κυριολεκτικά στα χέρια του…




Η θωράκιση των άκαμπτων δομών ενός παρηκμασμένου πολιτισμού, ήδη παραδομένου στην πυρά, επιστρατεύεται για ν’ αναχαιτίσει την ορμητική δημιουργική δύναμη της ζωής, την οποία φτιάχτηκε για να τιθασεύει, να καταστέλλει, να ελέγχει, να εγκλωβίζει. Η φύση δίνει την ύστατη μάχη πριν την πλήρη ανάλωσή της από την αδυσώπητη, αυτοκαταστροφική τεχνολογία του θανάτου. 

Μικρή σημασία έχει η παρεμβολή μιας εσοχής, ενός καλωδίου ή παραθύρου: το ασπρόμαυρο κύμα απλώνεται παρασύροντας τα πάντα. Τόσο η γκροτέσκα εικονογραφία, που θυμίζει τον κόσμο των κόμικς, όσο και η μανιχαϊκή αντίληψη της σύγκρουσης ανάμεσα στο καλό και το κακό, πηγάζουν από τους αντισυμβατικούς κώδικες και το εξεγερσιακό φαντασιακό της νεολαίας των περιφερειών. Για πολλούς από αυτούς τους νέους, η κινηματική δράση και οι οδομαχίες με τις δυνάμεις καταστολής αποτελούν άλλωστε ζωντανό βίωμα. Η ζωή «εκεί έξω», απροστάτευτη από τη θαλπωρή με την οποία περιέθαλψαν τα γκράφιτι ο κύριος Roversi Monaco και οι φιλόπονοι curators – συνεργάτες του, είναι γεμάτη κινδύνους και αβεβαιότητα. «Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε πίνακες ζωγραφισμένους για ιδιωτικούς χώρους […]˙ δε μιλάμε για το Giorgio Morandi, αλλά για το Blu˙ δε μιλάμε για αισθητικό καλλωπισμό, αλλά για σύγκρουση. Για εκείνη τη σύγκρουση που οι επιμελητές της έκθεσης προσπάθησαν με κάθε τρόπο να αρνηθούν».
Στους δρόμους της ιταλικής πόλης δε θα δεις πια τα έργα του Blu. Στη θέση τους θα δεις μόνο ομοιόμορφες γκρίζες επιφάνειες. Θυσιάστηκαν για να διαφύγουν τη μουσειοποίηση-μουμιοποίηση. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του δημιουργού-καταστροφέα τους, η ευκολία αναπαραγωγής και διάδοσης εικόνων στο διαδίκτυο, διέσωσε την οπτική μαρτυρία της ύπαρξής τους. Η Μάχη της Μπολόνια πέρασε στην ιστορία. 


Αλέξανδρος Διαμαντής
πρώτη δημοσίευση εδώ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου