Περί «ισλαμοφασιστών»: ορολογικά πυροτεχνήματα


Ι

Υπήρξαν εποχές του εργατικού κινήματος, διεθνούς και ελληνικού, κατά τις οποίες το ουσιαστικό «φασισμός» και το επίθετο «φασιστικός» χρησιμοποιήθηκαν εντελώς αδιάκριτα ως μια επιπόλαιη και ανήθικη μέθοδος συκοφάντησης του αντιπάλου. Η φορά των πραγμάτων ώθησε τους οπαδούς της μεθοδολογίας αυτής να θεωρούν και ν’ αποκαλούν «φασιστικό το κάθε τι που δεν μου ταιριάζει ή που με εξοργίζει ή με αγανακτεί». Μ’  αυτό το σκεπτικό κάποιος εξαιρετικά προβεβλημένος και προσφάτως εκλιπών Έλληνας πεζογράφος έγραφε, με αδιατάρακτη αυτοπεποίθηση, για τον «φασισμό των νέων», (sic) της αθηναϊκής γειτονιάς του. Οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα δεν μας έβρισκε σύμφωνους, μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε «φασιστική» ή «φασίζουσα» ή «φασιστοειδή» ή «πρωτοφασιστική» ή να χρησιμοποιήσουμε άλλη παρόμοια έκφραση δηλωτική απαρέσκειας που θα την παίρναμε, με σίγουρο χέρι, απ’ τον ειδικό θάλαμο διαφύλαξης λεξημάτων της Αριστεράς. Οι λέξεις «φασίστας» και «φασιστικός» με τα ποικιλώνυμα συνθετικά τους, συνεπεία της πιο πάνω λεκτικής, νοηματικής και πολιτικής κατάχρησης, αφυδατώθηκαν, κατέστησαν τόσο οικείες ώστε έχασαν πια την δύναμή τους. Αρχικώς επρόκειτο για χαρακτηρισμούς με σαφείς και έντονες υποτιμητικές αποχρώσεις που εξέφραζαν ζωηρή αποδοκιμασία και κάτι περισσότερο από ένα αόριστο αίσθημα απαρέσκειας: ένα συνειδητό αίσθημα κατηργασμένης αηδίας και αποστροφής.

Σε πολιτικό επίπεδο ο όρος «φασίστας» σηματοδοτεί τον ακραίο αντίπαλο του εργατικού κινήματος, οριοθετεί τον αδιάλλακτο, πολιτικά και ταξικά, εχθρό, και, εμμέσως μεν σαφώς δε, υποδεικνύει a contrario και τον πολιτικό σύμμαχο. Τούτο σημαίνει πως η σωστή χρήση ή η κατάχρηση των όρων «φασίστας» και «φασιστικός» θα έχει άμεσες συνέπειες στην λειτουργία και δράση της δεδομένης πολιτικής οργάνωσης. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται η σπουδαιότητα, και ενδεχομένως η κρισιμότητα, της κατάχρησης των πιο πάνω όρων την οποία ήδη υπαινιχθήκαμε. Για να καταστήσουμε σαφέστερη την σκέψη μας ας αναφέρουμε, επί τροχάδην, ψήγματα από την διεθνή ιστορική εμπειρία: Τον Ιούνιο του 1923 η βουλγάρικη αστική τάξη οργάνωσε, με πρωτοβουλία των ανακτόρων και όργανο τον στρατό, ένα αιματηρό φασιστικό πραξικόπημα κατά της νόμιμης αγροτοσοσιαλιστικής κυβέρνησης της Β.Α.Λ.Ε (Βουλγάρικης Αγροτικής Λαϊκής Ένωσης) και του πρωθυπουργού Αλεξάντρ Σταμπολίσκυ, τον οποίο και δολοφόνησαν με βασανιστήρια. Το κοινοβούλιο διαλύθηκε, οι λαϊκές ελευθερίες ποδοπατήθηκαν και η κρατική καταστολή προσέλαβε «ευρύτατες δυνατότητες αυτοέκφρασης». Τότε, ακριβώς τότε, η Κ.Ε του Βουλγάρικου Κ.Κ έλαβε απόφαση επί των διαδραματιζομένων γεγονότων και έκρινε πως πρέπει να αφήσει «την αστική τάξη της πόλης να κανονίσει τους λογαριασμούς της με την αστική τάξη του χωριού». Ενωρίτερα, είχε καταγγείλει τον Σταμπολίσκυ ως «φασίστα» και την κυβέρνησή του ως «φασιστική». Ωστόσο, η βουλγάρικη αστική τάξη είχε πιο προσγειωμένους προσανατολισμούς απ’ τους κομμουνιστές συμπατριώτες της: Αφού «τελείωσε» με τους αγροτιστές της Β.Α.Λ.Ε, έστρεψε, ευθύς αμέσως, την άγρια κρατική καταστολή της εναντίον των Βουλγάρων κομμουνιστών καταφέροντάς τους καίρια χτυπήματα.

Τον Νοέμβρη του 1932 σε μιαν απεργία των σιδηροδρομικών του Βερολίνου, οι Γερμανοί κομμουνιστές συνέπραξαν με τους εθνικοσοσιαλιστές (Ναζί) και εστράφησαν κατά της τοπικής σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης την οποία αποκαλούσαν «σοσιαλφασιστική» συγχρονιζόμενοι έτσι με τον ρυθμό του μοσχοβίτικου βαλς. Πριν, καλά – καλά, παρέλθουν δύο (2) μήνες (30-1-1933) ο Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος και παρέσχε την δυνατότητα στα εκατομμύρια των κομμουνιστών συμπατριωτών του να γνωρίσουν, in vivo και επί δώδεκα (12) συναπτά έτη, «τί εστί φασισμός» και δη την γνήσια, γερμανική εκδοχή του. Εάν μετακινηθούμε νοερώς εις «την καθ’ ημάς Ανατολήν», δίπλα στους «σοσιαλφασίστες» προστέθηκαν οι «αγροτοφασίστες» (εξέχουσα μορφή, μεταξύ των οποίων, ήταν ο αρχηγός του Α.Κ.Ε (Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας) Κώστας Γαβριηλίδης που πέθανε αργότερα εξόριστος στον Άη Στράτη) και, εν τέλει, οι «τροτσκιστοφασίστες» μια και ο Λεβ Νταβίντοβιτς Τρότσκυ στιγματίσθηκε ως πράκτορας της… GE.STA.PO!

Όταν αναφερόμαστε στον λόγο αριστερών εντύπων και οργανώσεων τότε οίκοθεν νοείται ότι η σκέψη τους προσαπαιτεί εννοιολογική φροντίδα και ακρίβεια και όχι στόμφο (κατά προτίμηση βαλκανικής κοπής) για τον απλούστατο λόγο πως η σωστή χρήση των λέξεων, πολλώ δε μάλλον της πολιτικής ορολογίας, δεν είναι μόνο ζήτημα γραμματικής λογικής αλλά και ιστορικής προοπτικής. Στα χείλη των ανθρώπων και δη των αριστερών ανθρώπων, οι λέξεις πρέπει να χρησιμεύουν για να αποκαλύπτουν πραγματικότητες και όχι για να δημιουργούν σύγχυση ή, ακόμη χειρότερο, να επικαλύπτουν ανομολόγητες προθέσεις. Η λεξικολογική διαφοροποίηση επιδρά στην ακριβολογία της γλώσσας αλλά και στην στερεότητα της σκέψης μια και η γλώσσα έχει ως υπόβαθρο την σκέψη και η μορφή και το περιεχόμενο της σκέψης μας αντανακλάται στην γλώσσα μας. Σε κάθε περίπτωση η Αριστερά οφείλει να είναι ξένη και απόλυτα εχθρική απέναντι στο κυνικό απόφθεγμα του διαβόητου Talleyrand: «La parole a été donnée à lhomme pour déguiser sa pensée» (Ο λόγος δόθηκε στον άνθρωπο για να μεταμφιέζει την σκέψη του).

ΙΙ

Γιατί τα θυμηθήκαμε όλα αυτά; Γιατί αυτή η μελαγχολική αναφορά μας σε μια περίοδο του επαναστατικού κινήματος πολιτικά άγονη και πνευματικά άνυδρη; Ας όψεται η «Εργατική Αριστερά» της 30-3-2016 και ο αρθρογράφος της Γιάννης Κιμπουρόπουλος ο οποίος, αναφερόμενος στο νεόκοπο Ισλαμικό Κράτος, ομιλεί περί «ισλαμοφασιστών» άνευ περαιτέρω επεξηγήσεων τις οποίες θεωρεί, προφανώς, περιττές. Τούτ’ αυτό πράττουν ο Αλέκος Αναγνωστάκης στο «ΠΡΙΝ» της 8-5-2016 και ο Άρης Χατζηστεφάνου στην « Εφημερίδα των Συντακτών» της 14/15-5-2016 και στο «ΠΡΙΝ» της 29-5-2016. Η προπεριγραφείσα επανάληψη, ακούραστη και κουραστική, του νεολογισμού «ισλαμοφασίστες» προϋποθέτει την αδιαφιλονίκητη υπόθεση ότι η περί «ισλαμοφασιστών» άποψη είναι σωστή, αν δε κρίνουμε και από την εκπλήσσουσα αυταρέσκεια της προβολής της, ίσως-ίσως να θεωρείται και αναντίλεκτη. Εκείνο που οφείλουμε να παρατηρήσουμε είναι η χαρακτηριστική ένδεια του γλωσσικού τους αποθέματος η οποία έχει ως αναγκαίο προαπαιτούμενο ένα περιορισμένο απόθεμα ιδεών το οποίο επιχειρούν να συμπληρώσουν με μιαν άγονη καταφυγή στο άμεσο παρελθόν του εργατικού κινήματος και στις εννοιακές του κατηγορίες που τους είναι (ή έτσι νομίζουν) οικείες.

Γι αυτόν τον λόγο και δεν αφίσταται της πραγματικότητας ο ισχυρισμός πως καμιά εποχή δεν μπορεί να ελευθερωθεί εντελώς από τις προηγούμενές της, ακόμη κι αν οι εκπρόσωποί της κηρύσσουν περήφανα (ή ίσως αγχωμένα) ότι έχουν έρθει σε ρήξη με τα πάντα (βλ. Peter Gay, Το Κόμμα της Ανθρωπότητας. Θέσεις για τον Γαλλικό Διαφωτισμό. Εκδόσεις Θύραθεν, σελ. 201). Αψευδή μαρτυρία τούτου συναποτελούν όσα ακολούθησαν την Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση και την Οκτωβριανή Επανάσταση: Οι Γάλλοι εργαζόμενοι έβλεπαν επιτιμητικά τους ανερχόμενους καπιταλιστές, την περιουσία των οποίων και διασφάλιζε η Επανάσταση, και τους αποκαλούσαν «νέα αριστοκρατία» ή ακόμη και «αριστοκρατία του χρήματος». Χρησιμοποίησαν εννοιακές κατηγορίες του παρελθόντος για να χαρακτηρίσουν ένα κοινωνικό φαινόμενο που δεν το γνώριζαν μέχρι τότε! Έκαναν λάθος: δεν επρόκειτο για αριστοκρατία οιασδήποτε μορφής αλλά για την νέα ανερχόμενη κοινωνική τάξη, την αστική τάξη. Στην εξελικτική πορεία της Οκτωβριανής Επανάστασης κατ’ ουσίαν αφέντης του παραγωγικού μηχανισμού έγινε η γραφειοκρατία. Η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής καταστράφηκε· έμεινε όμως αμετάλλακτη η ιεραρχική διαίρεση της κοινωνικής εργασίας. Στην θέση του εκλιπόντος καπιταλιστή υπεισήλθε ο γραφειοκράτης. Το διευθυντικό δικαίωμα παρέμεινε και… θωρακίστηκε περαιτέρω και μαζί μ’ αυτό παρέμειναν και οι… διευθυνόμενοι (βλ. Άντον Πάννεκουκ, Γιατί απέτυχαν τα προηγούμενα επαναστατικά κινήματα, στο περιοδικό «Σημειώσεις», τεύχος 72, Νοέμβρης 2010, σελ. 36-53 και ιδία σελ. 49, του ίδιου, Τα Εργατικά Συμβούλια, Ελεύθερος Τύπος, σελ. 199, Nico Berti, Μαρξισμός και αναρχισμός στην Πρώτη Διεθνή. Η σημασία μιας σύγκρουσης, στο περιοδικό «Κοινωνικός Αναρχισμός», τεύχος 1, σελ. 105-126 και ιδία σελ.120). Οι Ρώσοι εργαζόμενοι αποκαλούσαν τους γραφειοκράτες «σοβιετικούς αστούς» .Έκαναν κι’ αυτοί λάθος. Χρησιμοποίησαν εννοιακές κατηγορίες του παρελθόντος για να χαρακτηρίσουν μια νέα, ιστορικά πρωτοεμφανιζόμενη κοινωνική τάξη, την γραφειοκρατία. {Οι γραφειοκράτες ήλεγχαν την παραγωγή και την διανομή των προϊόντων της εργασίας. Σημαίνον είναι και τούτο: όπως τόνισε ο J.A Banks στο Marxist Sociology in Action (1970) 25-8 οι ταξικοί αγώνες «πρέπει να θεωρούνται όχι απλώς ως μία ιστορία αντιπαράθεσης ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και στους ακτήμονες, αυτούς καθεαυτούς, αλλά ως μια αναπόφευγη συνέπεια της διαίρεσης της κοινωνίας με βάση μια σχέση όπου τα προϊόντα μιας τάξης τα ιδιοποιείται, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, μια άλλη. Κοντολογίς, με όποιον τρόπο κι αν συντελείται η εκμετάλλευση, με την βία ή με εγκεκριμένες από την κοινωνία μεθόδους νομικά αιτιολογημένες, η διάκριση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις πρέπει να γίνεται με βάση τον τρόπο που διανέμονται τα προϊόντα της εργασίας» (παρατίθεται στο: G.E.M. DE STE. CROIX, Ο Ταξικός αγώνας στην αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, εκδόσεις ΡΑΠΠΑ, σελ 669)}.
 
Στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, λόγω της εμφάνισης νέων, αγνώστων έως τότε, κοινωνικών φαινομένων, προκειμένου να πληρωθεί το κενό του γλωσσικού αποθέματος, που οφείλονταν σ’ ένα ανεπαρκές απόθεμα ιδεών, οι άνθρωποι κατέφυγαν στο δέλεαρ του οικείου και του ασφαλούς αν και  «στην ζωή του νου, όπως και στην ζωή την ίδια, η ζωντάνια απαιτεί να αντιστεκόμαστε στο δέλεαρ του οικείου και του ασφαλούς» (βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, Οι τελευταίοι διανοούμενοι, εκδόσεις Νησίδες, σελ. 20).  Οι προμνησθέντες αρθρογράφοι μας δεν αποτελούν εξαίρεση: αντιμετώπισαν τον τζιχαντισμό με κριτήρια και ορολογία μιας άλλης εποχής. Με τα ορολογικά τους πυροτεχνήματα και τους λεκτικούς ακροβατισμούς τους επιχειρούν να συγκαλύψουν την αποστέωση του θεωρητικού τους προβληματισμού.

ΙΙΙ

Σύμφωνα με τον Hegel «η αστική κοινωνία αναπτύσσεται πέρα και έξω από τον εαυτό της». Η ίδια, συνεπεία της δομής της και όχι συνεπεία της κακής βούλησης μεμονωμένων ατόμων, «παρά το υπέρμετρον του πλούτου…δεν είναι αρκετά πλούσια…για να ρυθμίσει το υπέρμετρον της φτώχειας». (βλ. Alfred Schmidt : Ο Hegel για την Γαλλική Επανάσταση και την αστική κοινωνία, σε μετάφραση του καθηγητή Γιώργου Σταμάτη, στα Τεύχη Πολιτικής Οικονομίας, αριθμός 4, Άνοιξη 1989, σελ. 77 επ. και ιδία σελ 88). Με την αριστουργηματική συμπύκνωση του Μax Horkheimer, «όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει επίσης να μιλάει και για τον φασισμό» (βλ. Max Horkheimer, Οι Εβραίοι και η Ευρώπη, εκδόσεις Έρασμος, σελ. 38). M’ άλλα λόγια, ο φασισμός δεν είναι παρά το προηγούμενο αστικό καθεστώς χωρίς τις αναστολές του. Στερεοποιεί τις ακραίες ταξικές διακρίσεις που παράγει αναπότρεπτα ο νόμος της υπεραξίας. Φασισμός, λοιπόν, είναι η απάντηση του καπιταλιστικού κόσμου στην σοσιαλιστική πρόκληση, είναι ο καπιταλισμός που περνάει συνειδητά στην επίθεση. Είναι το πολιτικό σύστημα του μεγάλου κεφαλαίου όταν βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης οπότε ποδοπατά το δίκαιο του, το Σύνταγμά του και τα «ιδανικά» του προκειμένου να διαφυλάξει και να στερεοποιήσει, με αμείλικτη και απροκάλυπτη καταστολή, την επαπειλούμενη ιδιοκτησία του στα μέσα παραγωγής. (βλ. Άντον Πάνεκουκ, Τα Εργατικά Συμβούλια, Ελεύθερος Τύπος, σελ. 183,185).

Και ο νεόκοπος όρος «ισλαμισμός»; Σε καμιά περίπτωση δεν παριστά οποιαδήποτε μορφή ουτοπίας. Και η πλέον ασαφής περιγραφή της ουτοπίας— μια κοινωνία που εμπνέεται από ιδέες ευτυχίας, αδελφοσύνης και αφθονίας—, θα απέκλειε μια «κοινωνία τζιχαντιστών» που αποκλείει τον «παγανισμό» σε όλες του τις μορφές: φιλελευθερισμό και εκκοσμίκευση, σεξουαλική ειλικρίνεια και ανεξιθρησκεία. Αντ’ αυτών επιδιώκει την βίαιη επιβολή της «Σαρία» (ιερού ισλαμικού νόμου) και αποθεώνει την βία κατά των «απίστων» (βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, Ασαφής εικόνα. Ουτοπική σκέψη για μιαν αντιουτοπική εποχή, Νησίδες, σελ. 10,25). Οι τζιχαντιστές διακρίνονται από εξώλογο θαυμασμό και υπερχειλή πολιτικό νηπιασμό. Αντιμετωπίζουν ως θανάσιμο αμάρτημα την εκκοσμίκευση και την ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου. Γι’ αυτό εκείνο που μισούν στην «Δύση» περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα, είναι η εκκοσμίκευση της ιστορικής αιτιότητας που εισήγαγε και καθιέρωσε ο Διαφωτισμός. Αποβάλλοντας τον Θεό, ως ενεργό ιστορικό αίτιο, άνοιξε το αχανές πεδίο της ιστορικής αιτιότητας στην επιστημονική έρευνα. Γιατί, όσο ο Θεός βρισκότανε μέσα στην Ιστορία, οι θεολόγοι (παντός θρησκεύματος και δόγματος) μπορούσαν να αποδεικνύουν τα πάντα: τα παθήματα των παιδιών του Θεού, ή οι θρίαμβοι τους, μπορούσαν όλα να χρησιμοποιηθούν εξ ίσου αληθοφανώς ως αποδείξεις της Θείας δραστηριότητάς Του. Ο Διαφωτισμός εισήγαγε και καθιέρωσε την νεωτερικότητα: το να είσαι νεωτερικός σημαίνει να αποκόβεσαι απ’ τις παρηγοριές της θρησκείας ή της μεταφυσικής· να είσαι υποχρεωμένος να αντικρίζεις την πραγματικότητα (βλ. Peter Gay, Διαφωτισμός. Ο Βολταίρος συζητά με τον Λουκιανό και τον Έρασμο. Θύραθεν Εκδόσεις, σελ. 54,55,59,18). Μια τέτοια στάση, όμως, αντιπροσωπεύει για τους τζιχαντιστές την άμεση αμφισβήτηση του Θεού, υποδηλώνει αθεΐα και μιμούμενοι, μάλλον ασυνείδητα, τον Πλάτωνα, επαπειλούν και επιβάλλουν τον θάνατο κατά του άθεου ή του «απίστου». {Ο Πλάτων πίστευε ακράδαντα ότι όσοι διαδίδουν αθεϊστικές απόψεις χρειάζονται σωφρονισμό και αν τις διαδίδουν με τρόπο κυνικό και παραπλανητικό πρέπει να θανατώνονται. Γενικά ο Πλάτων ήταν αδιάλλακτος πολέμιος της απιστίας και της αθεΐας. (βλ. Νόμοι 907e-910d, W.K.C. Gythrie, Οι Σοφιστές, ΜΙΕΤ, σελ. 298-299,283,286,279, Ρόμπιν Λέιν Φοξ, Ο κλασικός κόσμος, Ωκεανίδα, σελ.275 και 829 ως και Έρνστ Κασσίρερ, Ο μύθος του κράτους, εκδόσεις γνώση, σελ. 97,98,104)}. Ο Σοφιστής Κριτίας στο έργο του «Σίσυφος» παρέστησε την θρησκευτική πίστη ως σκόπιμη απάτη στην οποία επιδίδονται οι κυβερνήσεις για να εξασφαλίζουν έναν απόλυτο και γενικό κανόνα για την καλή συμπεριφορά των υπηκόων τους, για να αποτρέπονται από την παράβαση των νόμων όταν δεν τους επιτηρούσε κανείς. Η θρησκεία, λοιπόν, είναι καθαρά ανθρώπινη επινόηση· αποσκοπεί, κατά τον Κριτία, να εξασφαλίσει την υπακοή των υποτελών· δεν απευθύνεται στον φωτισμένο δεσπότη. Η ανάγκη για μια υπερφυσική επικύρωση της ηθικής συμπεριφοράς, λέει ο Κριτίας, ήταν αυτό που έκανε τους θεούς να έρθουν στο προσκήνιο. Αυτή είναι η πρώτη εμφάνιση της θεωρίας ότι η θρησκεία είναι πολιτική επινόηση για να εξασφαλίζει ευάγωγη συμπεριφορά, μια θεωρία που αναπτύχθηκε με λεπτομέρειες απ’ τον Πολύβιο στην Ρώμη (βλ. W.K.C. Guthrie, ό.π σελ. 41, 296,297,365,408) {Απ’ την μεριά του ο Πλάτων χρησιμοποιεί την απειλή της θρησκείας για να εξασφαλιστεί η αποχή των πολιτών από σεξουαλικές δραστηριότητες, βλ Ρόμπιν Λέιν Φοξ, ό.π. σελ. 277.}

Ο Μακιαβέλλι, καίτοι κατ’ ουσίαν άθεος και πρώτος δυναμικός υπερασπιστής του εθνικού κράτους έναντι των πολιτικών φιλοδοξιών της Εκκλησίας, διαισθάνθηκε βαθειά την εσωτερική σχέση θρησκείας και πολιτικής διότι ήξερε ότι η κοσμική εξουσία μπορεί να ευδοκιμήσει μόνον όταν παραμείνει προσκεκολημμένη στην πηγή κάθε εξουσίας, που είναι η μόνη που της προσδίδει την λάμψη της θεότητας. Μόνο για το καλό του κράτους, λοιπόν, ο Μακιαβέλλι επιθυμούσε να διατηρείται η θρησκεία μέσα στο λαό: όχι ως μια εξουσία εξωτερική ως προς το κράτος, αλλά ως ένα instrumentum regni, δηλαδή ως ένα εργαλείο εξουσίασης στα χέρια των πολιτικών. (βλ. Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και Πολιτισμός, τόμ. Α΄, σελ. 207,208). Με την θεωρία του Μακιαβέλλι όλες οι προηγούμενες θεοκρατικές ιδέες και όλα τα προηγούμενα θεοκρατικά ιδεώδη ξεριζώθηκαν εντελώς. Ο Μακιαβέλλι, όμως, ήταν αντίπαλος της Εκκλησίας, αλλά όχι και εχθρός της θρησκείας. Στο σύστημά του η θρησκεία είναι απαραίτητη, αναγνωρίζεται ως στοιχείο της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, αλλά δεν είναι πια αυτοσκοπός, δεν είναι η βάση της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου· υποβιβάστηκε σ’ ένα όπλο για όλους τους πολιτικούς αγώνες. Είναι ωφέλιμη όταν γεννά ευταξία. (βλ. Έρνστ Κασσίρερ, ό.π, σελ. 194,195). Έτσι ακριβώς την αντιμετωπίζει και ο φασισμός, ως ένα instrumentum regni. Οι τζιχαντιστές, όμως, την βλέπουν τελείως διαφορετικά: στο πλαίσιο της σκοταδιστικής θεοκρατίας τους, που οι αρθρογράφοι μας την εκλαμβάνουν άκριτα ως «φασισμό», αναγνωρίζουν μόνον την θεϊκή αιτιοκρατία· η θρησκεία τους (και όχι η «φυλή» τους, το «αίμα» τους, ή το χρώμα του δέρματός τους, όπως κάνουν οι φασίστες), είναι η βάση της κοινωνικής, πολιτικής και πνευματικής ζωής τους, είναι αυτοσκοπός. Αγγίζει την καρδιά των καθημερινών υποθέσεων, υλοποιεί το ίδιο το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Για τους τζιχαντιστές η ζωή εδώ και τώρα είναι ασήμαντη συγκρινόμενη με τις άπειρες διαστάσεις της αιωνιότητας. Πραγματικοί εχθροί τους είναι οι εχθροί του Θεού τους και της θρησκείας τους οι οποίοι αν δεν εξοντωθούν θα θέσουν σε κίνδυμο τις αθάνατες ψυχές των μαχητών του Ισλάμ που τις αναμένει ο Παράδεισος. {Πρώτη φορά στον κόσμο αναφέρθηκε αυτή «η ιστορικά γόνιμη ιδέα» —περί Παραδείσου— κατά την «Εξέγερση των Μακκαβαίων» το 167 π.Χ, ως μια νέα θεολογία περί μαρτυρίου για όσους Ιουδαίους σκοτώθηκαν κατά την διάρκειά της. (βλ. Ρόμπι Λέιν Φοξ, ό.π, σελ. 448)}. Το ότι η γνώση είναι ανώτερη από την άγνοια, το ότι τα κοινωνικά προβλήματα λύνονται μόνο με την έλλογη δράση, βασισμένη στην έρευνα και την ανάλυση παρά στην προσευχή, την αποκήρυξη, την εξάρτηση από κάποια πάνσοφη αυθεντία ή την υπομονετική προσμονή της Θείας πρόνοιας, το ότι η συζήτηση είναι καλύτερη απ’ τον φανατισμόˑ το ότι οι φραγμοί στην έρευνα, είτε τους βάζει η θρησκεία είτε η παράδοση, είναι όλοι ολέθριοι για την κατανόηση, δεν είναι για τους τζιχαντιστές αυτονόητα αξιώματα, αλλά εισβολή του διαβόλου που φυσικά και πρέπει να εξοντωθεί. Οι τζιχαντιστές δεν αποδέχονται την σεξουαλικότητα (πρωτίστως των γυναικών) ως κάτι απολαυστικό και ηθικά αποδεκτό. Δεν την ανέχονται καν. Την σεξουαλικότητα της γυναίκας την θεωρούν σημάδι μωρίας και ανυπακοής. Την κατακεραυνώνουν ως αντιθρησκευτική τρέλα. Δεν τους διακρίνει κατάφαση απέναντι στην ανθρώπινη φύση και δράση, αλλά άρνηση και εχθρότητα. Απέναντι στην morale relâchée των ιμπεριαλιστών αντιπαραθέτουν ασύδοτη και θρασύδειλη σκληρότητα. Για τον τζιχαντιστή ο μύθος δεν είναι κάτι βάρβαρο, ένας παράδοξος και αλλόκοτος σωρός συγκεχυμένων ιδεών και χονδροειδών προλήψεων, μια σκέτη τερατωδία. Είναι αντικείμενο δέους και σεβασμού. Οι τζιχαντιστές τάσσονται υπέρ της ολοκληρωτικής καθαίρεσης του λόγου· απορρίπτουν και καταδικάζουν όλες τις έλλογες δραστηριότητες. Έτσι πιστεύουν πως προσεγγίζουν ασφαλέστερα την μουσουλμανική εκδοχή του Itinerarium mentis in Deum (Το οδοιπορικό της ανθρώπινης ψυχής προς τον Θεό).

Εν κατακλείδι: οι τζιχαντιστές αντιπροσωπεύουν κάτι πιο κει από την απουσία λαϊκών ελευθεριών, δημοκρατίας, πολιτισμού, κοινωνικής δικαιοσύνης και ελευθερίας. Είναι υπέρ της λογοκρισίας, του παραλογισμού, της δουλείας, των βασανιστηρίων, της μισαλλοδοξίας, της σκληρότητας και του πολέμου. Η εν γένει συμπεριφορά τους χαρακτηρίζεται ως προπολιτική και όχι απλώς ως αντιδημοκρατική. Είναι βυθισμένοι στην ανατριχίλα της παραφροσύνης, των πυρετικών παραισθήσεων και του κόσμου των φαντασμάτων. Η αυτοπεποίθησή τους εκτινάσσεται στα ύψη από ανορθόλογο θρησκευτικό πάθος, ΔΕΝ εκπηγάζει από την καθαρή και αδιάλειπτη ενέργεια της νόησης καθ’ εαυτήν Οι τζιχαντιστές είναι εχθροί του ανθρώπου γενικά όχι απλώς της εργατικής τάξης και των λαϊκών ελευθεριών.
                                                      
10-ΙΧ-2016
                                                  Πέτρος Πέτκας




Σημείωση: (Υπόμνηση)!
Στην εποχή του ο Ε.Ρ. Thompson έκανε έκκληση για την αποκατάσταση της συγκινησιακής και ηθικής επίγνωσης του ανθρώπου ως στοιχείων της κοινωνικής ολότητας. Τόνιζε πως δεν πρέπει να αγνοείται η ανθρώπινη εμπειρία —όπως διερμηνεύεται με διαύλους την συνείδηση και την πολιτισμική έκφραση— ως παράγοντας του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο υπερτονισμός των απρόσωπων κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων, «πέρα και έξω από την ανθρώπινη θέληση στην διαμόρφωση της ανθρώπινης μοίρας» συντελεί, ασυναίσθητα ίσως, στον εξοβελισμό της ανθρωποκεντρικής κοινωνικής ανάλυσης. Έτσι, καταργούμε «τον άνθρωπο από την ιστορία του ανθρώπινου γένους» κατά τον Τοκβίλ, γιατί λησμονούμε ότι «οι άνθρωποι δεν κυβερνιώνται από ιστορικές αναγκαιότητες πέρα από τον έλεγχό τους. Ένας υψηλός βαθμός πιθανότητας δεν είναι σωστό να γίνεται δεκτός ως βεβαιότητα» (βλ. Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη. Ιώσηπος Μοισιόδαξ. Οι συντεταγμένες της βαλκανικής σκέψης τον 18ο  αιώνα. ΜΙΕΤ, σελ. 23, G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 52, Hannah Arendt, Το ολοκληρωτικό σύστημα, Ευρύαλος σελ. 90. Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και Πολιτισμός, εκδόσεις Άρδην, τόμος Α΄, σελ. 31-40). Με άλλα λόγια: Είναι λάθος να θεωρούμε τις κοινωνικές διαδικασίες σαν ντετερμινιστικές εκδηλώσεις μιας αναγκαστικής πορείας των γεγονότων. Ο φαταλισμός ακόμη και αν εμφανίζεται υπό την εσθήτα της επιστήμης (κι όχι με το ράσο του θεολόγου) είναι ιδαίτερα επικίνδυνος και, φυσικά, δεν έχει κανένα προοδευτικό χαρακτηριστικό!



πρώτη δημοσίευση: Νέα Προοπτική

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου