Οι γραβατοφόροι και οι ροπαλοφόροι

[Το παρακάτω εκτενές κείμενο του Πέτρου Πέτκα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το Γενάρη του 2012 στο περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ εξ αφορμής ενός “διηγήματος” του επίτιμου προέδρου του Αρείου Πάγου. Παίρνοντας αφετηρία από αυτό, το κείμενο μιλάει για την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008]


Ι
Στα «ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΝΕΑ», τριμηνιαία έκδοση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, (αριθμός φύλλου 118, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος 2011), και στις σελίδες έξι (6) και επτά (7), κάτω απ’ την ένδειξη «Λογοτεχνική στήλη» δημοσιεύεται «διήγημα» του επίτιμου προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλείου Νικόπουλου με τίτλο «το ενσυνείδητο θύμα».
Οφείλουμε, ευθύς εξαρχής, να διευκρινίσουμε τους λόγους της ενασχόλησής μας με το συγκεκριμένο «διήγημα» δηλώνοντας απερίφραστα πως δεν μας ώθησαν σ’ αυτό η αμφίβολη λογοτεχνική αξία του δημοσιεύματος, ούτε τα κοινωνικά, πολιτικά μηνύματα αυτά καθεαυτά που εκπέμπει, κατά τρόπο μάλιστα απροσχημάτιστο, χοντροκομένο, άγαρμπο. Ταυτόσημου περιεχομένου μηνύματα βρίσκει εύκολα οιοσδήποτε αναγνώστης του ημερήσιου τύπου και ο πρώτος τυχών δυστυχής τηλεθεατής του ηλεκτρονικού τύπου, ιδίως της εμπορικής τηλεόρασης, αυτού του φρικτού εργαστάσιου κατασκευής υπηκόων που ειδικεύεται στον χονδροειδή εντυπωσιασμό και στην απουσία κριτικής σκέψης. Η ειδοποιός διαφορά του «διηγήματός» μας αλλού εδράζεται: στην επαγγελματική ιδιότητα του συγγραφέα του και στην ιδιοτυπία του εντύπου που το φιλοξενεί, μάλλον αφειδώλευτα, πρόθυμα, πάντα σε συνδυασμό με το φιλοσοφικό, ιδεολογικό φορτίο των ιδεών και στοχασμών που αυτό («διήγημα») εμπεριέχει. Ας δούμε, λοιπόν, ενδελεχέστερα το «διήγημα» αυτό και, αμέσως μετά, θα καταδειχθεί εναργώς και ο λόγος της προκειμένης ενασχόλησής μας.

Ήρωας του «διηγήματος» είναι ο νεαρός αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Σταμάτης Πόρκας, άρτι μετατεθείς στην Αθήνα ύστερα από δεκάχρονη υπηρεσιακή του απουσία στην ελληνική επαρχία. Ζήτησε και πέτυχε να μετατεθεί στην Αθήνα προκειμένου να διευκολυνθεί στην ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής σχετικά με την συμβολή του Ποινικού Δικαίου στην καταπολέμηση της βίας στο Βυζάντιο, ειδικότερα στην περίοδο της «Στάσης του Νίκα». Και ευλόγως, διότι υπηρετώντας στην Αθήνα, θάτανε κοντά στον επιβλέποντα καθηγητή του και, επί πλέον, θάχε ευκολότερη πρόσβαση, στην απαιτούμενη βιβλιογραφία που ήλπιζε να ανεύρει στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Ο ήρωας του «διηγήματός» μας αυτοπροσδιορίζεται ως άτομο, καθόσον επιβάτης του μετρό με κατεύθυνση την οδό Ακαδημίας, μας αυτοσυστήνεται, μάλλον αυτάρεσκα, ως πρόσωπο με μυστικιστικές προδιαθέσεις μια και προτιμάει το υπόγειο μετρό, εν αντιθέσει με τα υπέργεια λεωφορεία, «γιατί του άφηνε την αίσθηση της έστω και προσωρινής εγκατάλειψης των... εγκοσμίων», μια και μέσα στο υπόγειο μετρό «ζούσε την ψευδαίσθηση του διαφορετικού, του απόκοσμου, ενός άλλου αλλαγμένου κόσμου, που τον ήθελε απαλλαγμένο από όλα τα αγχώδη και βασανιστικά εγκόσμια!». Νοσταλγούσε τον «αλλότινο κόσμο των Βυζαντινών», ως και τις «ταραγμένες και αιματηρές μέρες της φοβερής εκείνης “Στάσης του Νίκα”» που «φάνταζαν ιδανικές, γεμάτες από μια ασύλληπτη δημιουργική δύναμη κι ας ήταν στην πραγματικότητα μέρες τρόμου και απερίγραπτης φρίκης, σημαδεμένες από τους ακατανόμαστους βανδαλισμούς των αδίστακτων εκείνων τρομοκρατών “πρασίνων” και “βένετων”». Ο ήρωάς μας αντεισαγγελεύς, όντας προφανώς, απόλυτα βέβαιος για την σπουδαιότητά του, διακατεχόμενος από υψηλόν βαθμόν αυτοεκτίμησης, ίσως- ίσως μέχρι του σημείου να πιστεύει πως ανάμεσα στους ασθενικούς ώμους του βραχύσωμου κορμιού του δεν κουβαλάει το κεφάλι του, αλλά τα άχραντα μυστήρια, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τους βυζαντινούς ρεμβασμούς του και επιχειρεί να αποβιβαστεί απ’ το αγαπημένο του μετρό στην στάση Ακαδημίας. Εκεί, όμως, συναντάει «ένα αναρίθμητο αλαφιασμένο πλήθος νεαρών ατόμων, που είχαν σκεπασμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες και ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες της καταπακτής βρίζοντας, σπρώχνοντας και χτυπώντας τους λίγους σχετικά αστυνομικούς (η έμφαση δική μας) που προσπαθούσαν να τους απωθήσουν στα έγκατα της γης!». Όταν τελικά, κατόρθωσε να ανέλθει την καταπακτή και να εξέλθει «στην είσοδο του πάνω κόσμου», αντίκρυσε «την κόλαση. Εδώ πια δεν υπήρχε τίποτε από εκείνα που ήξερε ως τώρα σαν Αθήνα! Όλα γύρω “κρανίου τόπος”! Παντού βασίλευε το χάος και η καταστροφή! Κραυγές, βρισιές, κυνηγητό, πετροβόλημα, δακρυγόνα, οδοφράγματα, καπνοί, φωτιές, σπασμένα, λεηλατημένα και καμένα καταστήματα, πυρπολημένα αυτοκίνητα, τίποτε όρθιο, όλα γκρεμισμένα και άψυχα! Είχαν διαλυθεί τα πάντα, ακόμη και αυτό το άλλοτε παντοδύναμο κράτος! (η έμφαση πάντα δική μας). Τίποτε πια δεν θύμιζε την άλλοτε ευνομούμενη και οργανωμένη Πολιτεία. Τώρα τα πάντα είχαν αφεθεί, σκοπίμως θαρρείς, στο έλεος και την καταστροφική μανία μιας φούχτας κοκουλοφόρων διαδηλωτών που όχι απλώς καταχρώνταν, αλλά ξευτέλιζαν και ποδοπατούσαν το δήθεν δικαίωμα “του συνέρχεσθαι”. Και το Κράτος; Πού είναι αλήθεια το Κράτος, πού η ακατανίκητη εκείνη δύναμη της κρατικής εξουσίας, αναρωτήθηκε απελπισμένα! Δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί πως είναι ποτέ δυνατόν να υποκύψει το Κράτος, η μόνη μετά Θεόν δύναμη στον κόσμο, στη θέληση οιουδήποτε.» Βλέποντας την αστυνομία, την «κύρια ενσάρκωση της κρατικής εξουσίας» να μην επεμβαίνει, επιχειρεί να την διατάξει, ως εισαγγελεύς, να το πράξει αλλ’ εις μάτην. Οι αστυνομικοί δείχνουν να μην τον ακούν και, επιπλέον, τον προπηλακίζουν σκαιώς. Καταπτοημένος, παρακολουθεί κρυμμένος «όλη αυτή την πρωτοφανή αναρχία, τον εξευτελισμό του κράτους και την ολοκληρωτική απαξίωση του νόμου και του Δικαίου!»
Βλέποντας «τόση απανθρωπιά, τόση αποκτήνωση» αναρωτιέται διαρκώς «Πού είναι επιτέλους το Κράτος όπως το διδάχτηκε στο πανεπιστήμιο, στα όμορφα χρόνια των σπουδών του, δυνατό και άκαμπτο, αποτελεσματικό και αγέρωχο. Πού είναι ο νόμος και το Δίκαιο, η αστυνομία...» Και όλο αυτό το κακό που βίωνε σύγκορμα και ολόψυχα, πού οφείλονταν; Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των διαδηλωτών («ορδές βανδάλων») «με τον τρόπο αυτό διαμαρτύρονταν για τον θάνατο κάποιου μαθητή που σκοτώθηκε από σφαίρα αστυνομικού οργάνου», «στο θάνατο ενός παιδιού που είχε πέσει νεκρό από τις σφαίρες ενός αστυνομικού, πριν από λίγες μέρες» απέδιδαν όλοι αυτό «το αναρχικό πυρ». Τελικά ο ήρωάς μας, έτσι όπως τον φιλοτέχνησε η γραφίδα του επίτιμου προέδρου του Αρείου Πάγου Βασίλειου Νικόπουλου, αηδιασμένος απ’ τον εξευτελισμό του κράτους, αγανακτισμένος απ’την αδράνεια της εισαγγελίας παρά τα «τόσα και τόσα εγκλήματα σε βάρος του Λαού και του ίδιου του Κράτους» που διαπράττουν οι «ορδές των βανδάλων», λαμβάνει την Μεγάλη Απόφαση: την επομένη μέρα υποβάλλει στον προϊστάμενο της εισαγγελίας την παραίτησή του ελεεινολογώντας, ταυτόχρονα, τον τελευταίο γιατί, μη διακρινόμενος από την δική του αισθαντικότητα και ευαισθησία, αδυνατούσε να κατανοήσει τον λόγο της παραίτησης του υφισταμένου του που δεν δεχόταν πλέον να μετέχει «στον εισαγγελικό θίασο» και να παίζει «στο θέατρο του παραλόγου!» Τέλος, επιστρέφοντας στο σπίτι του «ένιωσε πως ήταν αυτός το μόνο πραγματικό “ενσυνείδητο” θύμα της σύγχρονης κουκουλοφόρας αναρχίας!»
ΙΙ
Ο πιο πάνω ήρωας, τέκνο της γραφίδας του προαναφερθέντος συγγραφέα, διακρίνεται από ορισμένους άξονες που διέπουν την σύνολη συλλογιστική του. Ο πρώτος τούτων, είναι το Κράτος (με το κάπα πάντα κεφαλαίο), ένα κράτος «δυνατό και άκαμπτο, αποτελεσματικό και αγέρωχο». Στο κράτος αυτό, ο αντεισαγγελέας βλέπει την μόνη «μετά Θεόν δύναμη στον κόσμο», διαδηλώνοντας έτσι υπερβολικά την πίστη του στην κρατική έννομη τάξη που την υπολείπτεται βαθύτατα. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζει την αστυνομία ως «κύρια ενσάρκωση της κρατικής εξουσίας» μ’ ότι αυτό συνεπάγεται.
Ο δεύτερος άξονας της συλλογιστικής του, επικεντρώνεται στους διαδηλωτές και στις διαδηλώσεις «που είχαν γίνει πολύ της μόδας και πήγαιναν να μετατρέψουν το δικαίωμα του “συνέρχεσθαι” σε τρόπο διασκέδασης της ανίας της όντως βαρετής καθημερινότητας». Εκφράζει γι’ αυτές (διαδηλώσεις) έναν αποτροπιασμό, μιαν ενστικτώδη απέχθεια κι’ ένα πηγαίο μίσος. Αυτά τα δύο (2) στοιχεία ας τα δούμε κάπως εκτενέστερα.
Κράτος και κρατική έννομη τάξη
Είναι πρόδηλο πως ο ήρωας του «διηγήματός» μας αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Σταμάτης Πόρκας δείχνει να υπολείπτεται βαθύτατα την έννομη τάξη στην υπηρεσία της οποίας άλλωστε έχει αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι. Για την ακρίβεια του πράγματος δεν περιορίζεται μόνο να την υπολείπτεται, αλλά φαίνεται να την αντιμετωπίζει με υπερβατικούς όρους, όπως οι εκκλησιαστικοί επίτροποι τα άγια των αγίων: σκύβει ευλαβικά την κεφαλήν του μπροστά της. Λες και έχει θείαν καταγωγήν και ουρανίαν την προέλευση. Ενδεχομένως να του διαφεύγει ως και αυτό το γεγονός της ανθρώπινης σύνθεσής της. Το κράτος και το δίκαιό του (η έννομη τάξη του) αποτελούν γι’ αυτόν ένα υπεριστορικό φαινόμενο, υπεράνω τόπου και χρόνου, που υπήρχε ανέκαθεν, υπάρχει και θα εξακολουθήσει να υπάρχει ανά τους αιώνες, αναλλοίωτο, «δυνατό και άκαμπτο, αποτελεσματικό και αγέρωχο» με την αστυνομία «ως κύρια ενσάρκωσή» του. Οπωσδήποτε και δεν του πέρασε απ’ τον νου πως το δίκαιο είναι ένα σύστημα καταναγκαστικών κανόνων που εκφράζουν και ρυθμίζουν δεδομένες κοινωνικές σχέσεις κατά τρόπο ανταποκρινόμενο βασικά στο συμφέρον της εκάστοτε κυρίαρχης κοινωνικής τάξης, και που την τήρησή τους επιβάλλει και εξασφαλίζει με κυρώσεις η κρατική εξουσία. Το δίκαιο, με τις αξίες και το «δέον» που καθιερώνει, εκφράζει τις κοινωνικοπολιτικές επιλογές εκείνων που το θεσπίζουν και τελεί, επομένως, σε συνάρτηση με την κοινωνικοπολιτική τους τοποθέτηση. Αυτό το δίκαιο ισχύει, όχι διότι είναι ορθό ή βάσιμο, αλλά διότι κατέχει την δύναμη επιβολής η εξουσιαστική θέληση που το θεσπίζει, γι’ αυτό και δεν νοείται χωρίς την ύπαρξη ενός «μηχανισμού καταναγκασμού» ικανού να επιβάλει την τήρηση των επιταγών του. Τέτοιος μηχανισμός είναι κατ’ εξοχήν το κράτος πούχει το μονοπώλιο του καταναγκασμού πράγμα που σημαίνει ότι 1) δεν ανέχεται άλλην βία εκτός από εκείνην που αυτό το ίδιο ασκεί (ή επιτρέπει να ασκείται από άλλους) και 2) διαθέτει όργανα εξοπλισμένα με ικανότητα αποτελεσματικής επιβολής και μέσα υλικού (φυσικού) ιδίως καταναγκασμού ακαταγώνιστα. Σκοπός του δικαίου, εν αντιθέσει με τις εξωφρενικά αρχαϊκές αντιλήψεις του μικροσκοπικού αντεισαγγελέα μας, είναι η εξασφάλιση της υποταγής ολόκληρων κοινωνικών τάξεων που μόνιμα αντιστρατεύονται τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, η οποία τις εκμεταλλεύεται και τις καταπιέζει.[1]
Αυτή η αφοσίωση, δίκην Υπερκόσμιας Επιταγής, του ήρωά μας στην έννομη τάξη της κυρίαρχης αστικής τάξης (που αυτός εν τη αφελειά του, αποκαλεί, αποπροσωποιώντας την, Κράτοςμε το κάπα πάντα κεφαλαίο!—) δείχνει να είναι αδιαπραγμάτευτη, χωρίς προυποθέσεις, άνευ ετέρου, αταλάντευτη και άκαμπτη, στον χώρο και στον χρόνο. Δεν είναι ακριβώς έτσι...
Ας το δούμε εν τάχει μεν, προσεκτικότερα δε.
Β) Όταν υπάρχει κάποια κοινωνική σταθερότητα και ισορροπία, όλα τούτα, και οι εκλογές και το κοινοβούλιο (αυτός ο τόπος εξοργιστικής φλυαρίας) και τα ατομικά δικαιώματα και η ελευθερία του τύπου, βολεύονται. Είναι ανεκτά, δεν είναι ενοχλητικά, γιατί γίνεται κατορθωτό να ελέγχονται, να ποδηγετούνται από την κυρίαρχη τάξη. Όταν όμως η κοινωνία αναταράσσεται, όταν εντείνονται οι ταξικές συγκρούσεις, τότε ακόμη κι’ αυτό το Δίκαιο (με την ως άνω προδιαληφθείσα έννοια) της αστικής τάξης, είναι ασυμβίβαστο με τα συμφέροντά της! Τότε, η πιστή και συνεπής εφαρμογή των ίδιων της των νόμων είναι ενδεχόμενο –ενίοτε ουσιαστικώς βάσιμο- να ισοδυναμεί με την ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ της! Τότε πετάει το ιδεολογικό της προσωπείο και δείχνει το αληθινό της πρόσωπο: αιματοβαμμένη αυθαιρεσία, στυγνή, απάνθρωπη βία. Τότε, το σκηνικό αλλάζει. Άλλος θίασος, που από καιρό έκανε πρόβες στα παρασκήνια, προβάλλει στην πολιτική σκηνή. Τώρα, δεν είναι οι καταπιεζόμενοι που ανατρέπουν μιαν έννομη τάξη, επιβεβλημένη πάνω τους από άλλους, ξένη και εχθρική προς τα συμφέροντά τους. Είναι η ίδια η κυρίαρχη εκμεταλλεύτρια αστική τάξη που ανατρέπει από την δική της μεριά την δική της έννομη τάξη, κρίνοντας ότι της είναι ΑΣΥΜΦΟΡΗ έτσι όπως είναι διατυπωμένη! Δεν βρισκόμαστε μπροστά σε κοινωνική επανάσταση αλλά σε αντεπαναστατικό πραξικόπημα! Στην περίπτωση αυτή οι καταπιεζόμενοι, αντί για την ανατροπή της έννομης τάξης, ζητούν την τήρησή της, αξιώνουν «να εφαρμόζονται το Σύνταγμα και οι νόμοι», να μην παραβαίνονται. Αιφνιδίως, αυτή η απαίτησή τους για τήρηση της νομιμότητας θεωρείται, τώρα, «πολιτικό έγκλημα». Όλως τυχαίως (!) έχουμε πλήρη αντιστροφή των όρων. Η χθεσινή «νομιμότητα», σήμερα είναι πλέον παρανομία και η παρανομία και αυθαιρεσία, σημερινή «έννομη τάξη». Η «εκλογίκευση», η δικαιολογία για την κατάλυση της νομιμότητας από τους ΙΔΙΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ, έχει διατυπωθεί πριν από αιώνες απ’ τους εσαεί πρακτικούς Ρωμαίους: Salus patriae (ή reipublicae) suprema lex esto!.[2]
Απέναντι σ’ αυτήν την επίσημη, κρατική έκνομη βία που καταλαμβάνει κατά καιρούς ολόκληρη την χώρα που τρομοκρατεί, καταπιέζει, φυλακίζει, βασανίζει την συντριπτική πλειοψηφία του λαού και ενίοτε τον δολοφονεί, όταν πια δεν πρόκειται για μια πλατεία μιας πόλης αλλά για ολόκληρο τον εθνικό κορμό, ποιά στάση τηρεί ο αισθαντικός και ευαίσθητος αντεισαγγελέας μας; Μήπως σπεύδει να υποβάλει την παραίτησή του εις ένδειξη διαμαρτυρίας, όχι πια για την διασάλευση της αγαπημένης έννομης τάξης του, αλλά για την ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΗΣ; Μήπως ασκεί ποινική δίωξη για εσχάτη προδοσία κατ’ αυτών που κατέλυσαν την έννομη τάξη του; Μήπως ορθώνει το μικροσκοπικό του ανάστημα, κλείνεται στο «φρούριο της σύννομης λογικής του» προκειμένου να υπερασπιστεί το κράτος «του» με «τα όπλα της αλήθειας» δηλαδή τους νομικούς του κώδικες; Όχι βέβαια! Περιορίζεται στον νέο «θεσμικό του ρόλο» που εξαντλείται στο να ερμηνεύει αυθεντικά τα τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια του, να αντιμετωπίζει δηλαδή την ΚΑΤΑΛΥΘΕΙΣΑ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ με τους όρους και τα κριτήρια, όχι εκείνης, αλλά της ΚΑΤΑΛΥΣΑΣΑΣ!!!
Αυτό έπραξε η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων του ήρωά μας αντεισαγγελέα την επομένη του φασιστικού πραξικοπήματος της 21-4-1967. Και εάν η μνήμη μας είναι πιστή, ο πνευματικός του δημιουργός εισήλθε στο δικαστικό σώμα στις 17-9-1971, δηλαδή μεσούσης της φασιστικής δικτατορίας, και εκτελούσε τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα επί τρία (3) σχεδόν έτη μέχρι την πτώση της χούντας υπό το καθεστώς της ΚΑΤΑΛΥΣΑΣΑΣ και όχι της ΚΑΤΑΛΥΘΕΙΣΑΣ έννομης τάξης!
Ανεξαρτήτως των προεκτεθέντων, ας επισημανθούν και τα ακόλουθα σημαντικά: Κατά την διάρκεια της φασιστικής δικτατορίας, εάν τα συσταθέντα και λειτουργούντα αόκνως και φρικωδώς Έκτακτα Στρατοδικεία, μπορούσαν και «απέδιδαν δικαιοσύνη» καθ’ όμοιον τρόπο που η στρατιωτική μπάντα παράγει ...μουσική, τούτο κατέστη δυνατό, διότι στελεχώθηκαν, εν πολλοίς, από εισαγγελείς και δικαστές της τακτικής δικαιοσύνης που φρόντισαν έτσι να διατρανώσουν in vivo την αφοσίωσή τους όχι ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΥΘΕΙΣΑ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ, στην οποία είχαν ορκισθεί με τον συνάδοντα βαλκανικό στόμφο βεβαίως πίστη, αλλά στην ΚΑΤΑΛΥΣΑΣΑ την πρώτη, στην έκνομη κρατική βία. (Μερικοί εξ αυτών κατέλαβαν αργότερα (μεταπολιτευτικώς), δίκην επιβραβεύσεως της έκνομης επαγγελματικής συμπεριφοράς τους, και θώκους, στην εισαγγελία του Αρείου Πάγου, δηλαδή στα ύπατα αξιώματα της δικαιοσύνης.) Πρώτος διδάξας αυτήν την «πολυσυνθέτου κακοσμίας» υψηλήν τέχνη, ο προκαθήμενος της ελληνικής δικαιοσύνης τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ο οποίος έσπευσε να εγκαταλείψει την τήβενο του αξιώματός του (“φύλακα και εγγυητή” της ήδη καταλυθείσας από την έκνομη κρατική βία έννομης τάξης) και να ενδυθεί την αλουργίδα του πρωθυπουργού της ΚΑΤΑΛΥΣΑΣΑΣ «έννομης τάξης».
[Δύο λόγια για την «Εισαγγελία» και τον «Άρειο Πάγο». Στην Αρχαία Αθήνα όπου ουσιαστικά δεν υφίστατο αστυνομική δύναμη, η τήρηση της έννομης τάξης και η ποινική καταστολή των εγκληματιών, ήταν εξ ολοκλήρου στα χέρια των πολιτών. Ακολουθούνταν διάφορες διαδικασίες, ανάλογα με το είδος του αδικήματος, πριν καταλήξουν σε δίκη. Μία εξ αυτών, ήταν και η «εισαγγελία» που χρησιμοποιούνταν για διάφορα αδικήματα συνήθως σοβαρά, με ιδιάζουσα κοινωνική και ηθική απαξία π.χ κατηγορία κατά αξιωματούχου για κακοδιοίκηση, κατά κηδεμόνα για κακομεταχείρηση ορφανού, κατά διαιτητή για κακή διεξαγωγή της διαιτησίας, για προδοσία της χώρας ή αθεΐα, ενώ μπορούσε ακόμη να χρησιμοποιηθεί και για άλλα αδικήματα μη καθοριζόμενα με νόμο, αρκεί η Βουλή και η Εκκλησία να τα θεωρούσαν σοβαρά. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των διαφόρων ειδών «εισαγγελίας» συνίστατο στο ότι ο μηνυτής («εισαγγελεύς») εις ουδεμίαν ποινή υπέκειτο εάν απέσυρε την καταγγελία του πριν από την εκδίκασή της ή εάν έπαιρνε λίγες μόνο από τις ψήφους των δικαστών, (λιγώτερες από το ένα πέμπτο), εν αντιθέσει με άλλες καταγγελίες όπου ο καταγγέλων υφίστατο αυτό που θα υφίστατο ο καταγγελόμενος εάν ευδοκιμούσε η κατ’ αυτού καταγγελία, εάν δεν ελάμβανε πάνω από το ένα πέμπτο των ψήφων των δικαστών. Αυτή η ευνοϊκή μεταχείρηση του «εισαγγελέα» δηλαδή του πολίτη που εισήγαγε γραφήν «εισαγγελίας» που μετριάσθηκε το 330 π.Χ εδράζεται στην αναγνώριση του γεγονότος ότι ενήργησε μόνον από αλτρουϊστικήν επιθυμία να βλέπει να απονέμεται η δικαιοσύνη ή ήλπιζε να κερδίσει φήμη ως μορφή γεμάτη φιλοπατρία του δημόσιου βίου.[3] Η «εισαγγελία» μάλλον ταυτίσθηκε ως μήνυση για προσβολή της ασφάλειας του κράτους και, καίτοι είχε εφαρμοστεί από τον 5ο αιώνα, θεσμοθετήθηκε αργότερα ως αφορώσα τρεις (3) κατηγορίες εγκλημάτων: α) τις συνομωσίες που στόχευαν στην ανατροπή του πολιτεύματος, β) τα σφάλματα στα οποία υπέκυπταν οι στρατηγοί κατά την διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους και γ) τα μέτρα που προτείνονταν από τους ρήτορες όταν και εάν αυτά αποδεικνύονταν καταστροφικά.[4]
Με την σημερινή μορφή η εισαγγελία και ο εισαγγελέας είναι δημιούργημα της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, δίδυμος αδελφός, του άλλου δημιουργήματός της, της κατηγορητικής δίκης.
Ο «Άρειος Πάγος» (ο Βράχος του Άρη)
Δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία για την προέλευση και την πρώιμη ιστορία του. Σύμφωνα με τον Αισχύλο (Ευμενίδες), ιδρύθηκε απ’ την θεά Αθηνά. Στην αρχή, ήταν ένα συμβούλιο αρχόντων που συμβούλευε τον βασιλιά για σπουδαίες υποθέσεις. Στην συνέχεια, λειτουργούσε ως δικαστήριο που το συναποτελούσαν οι διατελέσαντες άρχοντες της Αθήνας. Είχε έντονο αριστοκρατικό χαρακτήρα γεγονός που επέδρασε αργότερα, με την δημοκρατική μεταρρύθμιση, στον ουσιαστικό περιορισμό των αρμοδιοτήτων του προς όφελος άλλων δικαστηρίων με δημοκρατική καταγωγή και λειτουργία. (Ηλιαία) Πάντως δίκαζε την ανθρωποκτονία με πρόθεση και τον εμπρησμό.[5]
Αργότερα, κατά την εποχή της Ρωμαιοκρατίας, ο Άρειος Πάγος είχε γίνει η κύρια πολιτική δύναμη μια και δεν υπάρχει καμιά ένδειξη για κάποια πραγματική πολιτική δραστηριότητα στην Συνέλευση. Μέλη του μπορούσαν να γίνουν μόνον όσοι είχαν και τους δύο γονείς τους γεννημένους ελεύθερους, ενώ ενωρίτερα έπρεπε να είχαν και τους πάππους τους γεννημένους ελεύθερους[6]]
Γ) Ενδεχομένως να κατηγορηθούμε ότι ευτελίζουμε την ποιότητα της διαπραγμάτευσής μας με το να χρησιμοποιούμε πραγματολογικό υλικό από τους υπονόμους της πρόσφατης νεοελληνικής ιστορίας, ενθυμούμενοι πασαλειμμένους με την ηλιθιότητα της στρατιωτικής οίησης χουντικούς συνταγματάρχες, έκτακτα στρατοδικεία, άντρα βασανιστηρίων και άλλα εθνοφελή καθιδρύματα που ο νοητός διαχρονικός αντεισαγγελέας μας (και ουχί μόνον αυτός!) παρείδεν πάνω στον οίστρο του για την διασαλευθείσα έννομη τάξη τον Δεκέμβρη του 2008. Μια τέτοια κατηγορία είναι καθ’ολοκληρίαν αβάσιμη και εκπορεύεται από επιπόλαιους και άκριτους παρατηρητές του κοινωνικού μας γίγνεσθαι. Σε κάθε περίπτωση, ας τους κάνουμε το χατήρι, προς στιγμήν, ας εγκαταλείψουμε την απειρόκαλη πραγματικότητα της έκνομης κρατικής βίας κι’ ας επιχειρήσουμε να εισέλθουμε στον υψηλόφρονα «παράδεισο των νομικών εννοιών» με την γνωστή καλλιέπεια του στο πλαίσιο του οποίου ο αντεισαγγελέας μας ζει, καθ’ ομολογίαν του, στιγμές άφατης επιστημονικής συγκίνησης!
Προδικτατορικά, καταβλήθηκε νομοθετική προσπάθεια (με την ανάλογη «τεχνική», ιδεολογική στήριξη) να ενσωματωθεί στο τυπικό Σύνταγμα του 1952, άπασα η έκτακτη αντικομμουνιστική νομοθεσία του εμφυλίου πολέμου και τούτο διότι η δυναμική του λαϊκού κινήματος φαινότανε ικανή να κλονίσει τον ευνοϊκό για την πολιτική δεξιά συσχετισμό δυνάμεων. Εισηγητής αυτής της επιδιωκόμενης συνταγματικής μεταρρύθμισης, δεν ήταν δυνατόν να ορισθεί κάποιος αμβλύνους στρατιωτικός· ορίσθηκε ο πρώην καθηγητής της φιλοσοφίας του δικαίου και υπουργός τότε της κυβέρνησης της Ε.Ρ.Ε (το προδικτατορικό πρόπλασμα της μεταπολιτευτικής Νέας Δημοκρατίας) Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο μεταπολιτευτικά πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο προαναφερθείς “θεωρητικός της Χαϊλδεμβέργης”, αφού υποστήριξε ότι «...ουδείς αμφισβητεί ότι ανά πάσαν στιγμήν δύναταί τις να αναπτύξη δημοσία οιανδήποτε θεωρίαν και να είπη ότι η θεωρία του Μαρξ είναι ορθή... Κανένα καθηγητήν πανεπιστημίου δεν δύνασθε να εμποδίσετε να ανέλθη επί της έδρας και να είπη εγώ είμαι Μαρξιστής...»
[Ο αγορητής μας «λησμόνησε» ότι ουδείς δεδηλωμένος μαρξιστής μπορούσε να καταλάβει, όχι βεβαίως πανεπιστημιακήν έδρα, αλλά ούτε καν την πιο παραμικρή θέση στην δημόσια διοίκηση, λόγω της υφισταμένης τότε «έκτακτης» νομοθεσίας για τον έλεγχο της «νομιμοφροσύνης» των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία δεν είχε πάψει ποτέ να ισχύει.]
Μια και η θεωρία δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να διωχθεί, κατά παραδοχήν του εισηγητή μας, επινοήθηκε μια «προσφυής» προσφυγή στην έννοια της βούλησης με αποτέλεσμα να αποκατασταθεί ένας δεσμός ανάμεσα στην θεωρία και την πράξη!
Πιο συγκεκριμένα: «Αλλά υπάρχει ένα σημείον», έλεγε ο προαναφερθείς εισηγητής, «εις το οποίον η θεωρία μεταβαίνει εις την πράξιν, ένα σημείον όπου η θεωρία δεν είναι θεωρία, αλλά γίνεται περιεχόμενον της βουλήσεως. Δεν είναι πλέον περιεχόμενον μόνον της σκέψεως, αλλά γίνεται περιεχόμενον και της βουλήσεως, πολιτικής βουλήσεως, κατευθυνομένης προς ωρισμένον σκοπόν.» Τί ήθελε να πει ο φιλόσοφος ποιητής μας; Απλοελληνιστί: επίδικο της επιχειρούμενης τότε συνταγματικής μεταρρύθμισης ήταν τούτο: η δυνατότητα διάλυσης πολιτικών κομμάτων τα οποία αποσκοπούσαν ακόμη και με ΜΗ ΒΙΑΙΑ, κατά συνέπειαν με ΝΟΜΙΜΑ, μέσα στην ΑΝΑΤΡΟΠΗ της καθεστηκυίας ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ! Μ’άλλα λόγια, σήμαινε ότι βασική επιδίωξη ήταν η δυνατότητα δίωξης και ΑΠΟΛΥΤΑ ΝΟΜΙΜΩΝ «ενεργειών» οι οποίες, όμως, έτειναν σε ΥΠΟΘΕΤΙΚΑ «παράνομους» σκοπούς! Η σκέψη δηλαδή του βαθύνοος φιλοσόφου – εισηγητή μας συνοψίζονταν στο ακόλουθο ρητορικό (για τον ίδιο) ερώτημα:
Εάν μέσα σε ένα φιλελεύθερο καθεστώς, που βασίζεται στην καθολική ψηφοφορία και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, Η ΘΕΛΗΣΗ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΕΒΑΣΤΗ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ή, απεναντίας, αν η ανεπιφύλακτη αποδοχή της ως θεμελιώδους κανόνα στην λειτουργία των θεσμών θα έπρεπε να ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ, ΠΡΙΝ ΑΠ’ΟΛΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΟΡΙ-ΣΜΕΝΩΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ, που καθορίζονταν, σε τελευταία ανάλυση, από τις ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ!!! Όσοι δύσπιστοι σπεύδουν ασθμαίνοντες να μας κατηγορήσουν για κακόπιστη διαστρέβλωση της σκέψης του φιλόσοφου - εισηγητή μας, ας μας επιτρέψουν να τους αποστομώσουμε με τα ακόλουθα, συμπληρωματικά, δικά του λόγια: «Δημοκρατία δεν σημαίνει...ΑΠΛΗΝ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑΝ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ. Διότι η πλειοψηφία είναι ένα ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΝ ΓΕΓΟΝΟΣ (sic!) και η βούλησις η δημιουργούσα τα πολιτεύματα είναι βούλησις συνεχείας εν τη ιστορία, η οποία δεν ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΑΝΑΤΡΑΠΗ ΔΙΑ ΣΤΙΓΜΙΑΙΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ. Δι’ αυτό και οι θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος δεν δύνανται να ανατραπούν...»[7] [Ας υπομνήσουμε στον κατάπληκτο αναγνώστη μας ότι ο γερμανοσπουδαγμένος φιλόσοφος, υπουργός της Δεξιάς, καθηγητής πανεπιστημίου, και μετέπειτα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν κόμιζε, από νομικήν άποψη, γλαύκα εις Αθήνας! Επτά (7) χρόνια ενωρίτερα, στις 17 Αυγούστου του σωτηρίου έτους 1956 το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρσλρούης (της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας – ΟΔΓ) διέταξε την διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (K.P.D), επικαλούμενο όχι συγκεκριμένες πράξεις ή ανατρεπτικές ενέργειες (που δεν υπήρχαν), αλλά αρκούμενο στην διαπίστωσή του ότι το πιο πάνω κόμμα (Κ.Κ.Γ) εισήγαγε στην βούλησή του ορισμένες θεωρητικές γνώσεις που αποκτήθηκαν προηγουμένως και τις έκανε αποφασιστικά κίνητρα της πολιτικής του δράσης, θεωρώντας ότι η πολιτική γραμμή του κόμματος τούτου, υπαγορεύεται από την πρόθεση (βούληση) να αγωνίζεται καταρχήν και μόνιμα κατά της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επαναλάβει αυτολεξεί τους όρους που είχε χρησιμοποιήσει το δυτικογερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στην απόφασή του με βάση την οποία έθετε εκτός νόμου Κ.Κ.Γ[8]]
Μ’ άλλα λόγια, η κυρίαρχη αστική τάξη έγραφεδια της γραφίδος και των αγορεύσεων του εκπροσώπου της Κ. Τσάτσου στα παλαιότερα των υποδημάτων της την δική της έννομη τάξη όταν αυτή δεν την ευνοούσε. Και το έκανε με περισσήν αναίδεια και χλευαστικό κυνισμό. Στο σημείο τούτο, η αστική δημοκρατία ομοιάζει ad hoc με την ολιγαρχική αρχαία Σπάρτη: όταν η απόφαση της συνέλευσης των πολιτών (Απέλλας) δεν ήταν αρεστή στους άρχοντες, η Γερουσία δεν την επικύρωνε κι’ έτσι δεν εφαρμοζότανε ποτέ![9] Διατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Ο εκλεκτός άρχοντας που ξέρει να υποτάσσει τις ατομικές του φιλοδοξίες στο γενικό καλό (όπως το προσδιορίζει, εννοείται, ο ίδιος!) και κατέχει την πολιτική επιστήμη, ΔΕΝ έχει ανάγκη από νόμους για να κυβερνήσει δίκαια και σωστά.[10]
[Η αχαλίνωτα υπέρμετρη τιμή που αποδόθηκε δια μέσου των αιώνων στην πολιτική σκέψη του Πλάτωνα οφείλεται εν μέρει στο εξαιρετικό λογοτεχνικό του τάλαντο και στα αντιδημοκρατικά ένστικτα της πλειονότητας των μελετητών του! Ο Πλάτων ήταν αντιδημοκράτης στον ύψιστο βαθμό. Δεν θα ήταν σωστό να χαρακτηρισθεί τυπικά «ολιγαρχικός» διότι δεν ήθελε να κυβερνούν οι πλούσιοι ως τέτοιοι, καίτοι γνώριζε καλά πως η τυπική μορφή της ελληνικής ολιγαρχίας ήταν η διακυβέρνηση μιας ιδιοκτήτριας τάξης. Αλλά τόσο η «αρίστη» όσο και η «δεύτερη αρίστη» πολιτεία του, ήσαν σιδερόφρακτες ολιγαρχίες που προορισμός τους ήταν να αποτρέπουν κάθε αλλαγή και ανάπτυξη, και που απέκλειαν από τα πολιτικά δικαιώματα κάθε άτομο που εργαζότανε αληθινά για να ζήσει. Η υπεροπτική περιφρόνηση που δείχνει ο Πλάτων για όλους τους χειρώνακτες, εκτίθεται με ακρίβεια στο απόσπασμα της Πολιτείας του (VI495c-496a) για τον «χαλκέα φαλακρόν και σμικρόν». Βλ. G.E.M DE STE CROIX ό.π σελ. 106. Στο ίδιο σελ.361, ο Πλάτων χαρακτηρίζεται ως ένας από τους παράφορους και πιο επικίνδυνους εχθρούς που είχε ποτέ η ελευθερία.]
Συνακόλουθα, ο ήρωας του «διηγήματός» μας (και όσοι υποκρύπτονται, όχι και τόσο επιτυχώς είναι η αλήθεια! όπισθεν τούτου) με το να αντιμετωπίζει την έννομη τάξη, που διασαλεύτηκε απ’ τους διαδηλωτές, ως βιολογικήν αναγκαιότητα πασπαλισμένη, μάλιστα, με άχνη θεολογικής παραδοξολογίας και όχι ως μια κοινωνική κατασκευή που θα μπορούσε να αλλάξει,επιδεικνύει μιαν υπεροπτική, αυτάρεσκη περιφρόνηση αμαθούς για την οποία επαίρεται κι’ όλας. Επί πλέον, είναι υποκριτής στον ύψιστο βαθμό: ο διαχρονικός εαυτός του, ουδέποτε δυσανασχέτησε όταν η έννομη τάξη που υπηρετούσε, με τέτοιο και τόσο στόμφο, καταλύθηκε από την έκνομη βία των ίδιων των φορέων της. Τουναντίον, όπως καταδείχτηκε πιο πάνω, είτε συστρατεύθηκε ενεργώς με την έκνομη κρατική βία, είτε την ανέχτηκε φρονίμως και περιδεώς, νομιμοποιώντας την με την «θεσμική» δικαιοδοτική του λειτουργία. Συνεπώς, η αγανάκτησή του για τα όσα παρατηρούσε, σαν «κυνηγημένος λαγός», να συμβαίνουν στην Αθήνα τον Δεκέμβρη 2008, είναι ΚΙΒΔΗΛΗ σαν πρωτομαγιάτικος λόγος συνδικαλιστή. Δεν τον ενοχλούσαν οι φθορές ξένης ιδιοκτησίας· σ’ αυτές επιδίδονται συχνάκις και οι ορδές «φιλάθλων» όταν ηττάται η ποδοσφαιρική τους ομάδα. Αυτό που τον συντάραξε (και ουχί μόνον αυτόν!) ήταν... άλλο.
III
Α) Τι ήταν, λοιπόν, αυτό που οδήγησε τον ήρωα του «διηγήματός» μας στο να μετασχηματίσει την άποψή του για το επάγγελμα – «λειτούργημά» του από καθ’ όλα άξιο και επαινετό σε αντικείμενο απαξίωσης και αποστροφής; Ο ίδιος καθοδηγεί την σκέψη μας με το να διατυπώνει τους συλλογισμούς του εναργώς: συλλογιζόμενος τις διαδηλώσεις και τους διαδηλωτές στους δρόμους και στις πλατείες της Αθήνας, θεωρεί πως «είχαν γίνει πολύ της μόδας και πήγαιναν να μετατρέψουν το δικαίωμα του “συνέρχεσθαι” σε τρόπο διασκέδασης της ανίας της όντως βαρετής καθημερινότητας»! Έτσι ακριβώς! Χλευάζει τις λαϊκές διαδηλώσεις και τους διαδηλωτές γιατί βρίσκεται, πολιτικά, κοινωνικά και ψυχικά, σε ανειρήνευτη αντιπαλότητα μαζί τους. Το ότι μια τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους του τον ταυτίζει με τη κυβερνητική – ταξική εξουσία, απέναντι στην οποία υποτίθεται ότι είναι «ανεξάρτητος», ελάχιστη σημασία έχει γι’ αυτόν. Το ότι το δικαίωμα του «συνέρχεσθαι» έχει συνταγματική θεμελίωση, τον αφήνει αδιάφορο. Σημασία γι’ αυτόν έχει ότι γίνονται διαδηλώσεις κι’ αυτό είναι κακό από μόνο του. Ταυτίζεται ιδεολογικά, στο σημείο τούτο, με τον Πασκάλ Λαμί, τον διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, σύμφωνα με τον οποίο, εάν πάει στραβά ο κόσμος, είναι γιατί ξεσπάθωσαν οι δρόμοι με πλήθος αγανακτισμένων και δεν αφήνουν τους ηγέτες να κυβερνήσουν (Ελευθεροτυπία 17/12/2011). Βεβαίως και είναι υπέρ των διαδηλώσεων και των διαδηλωτών, αρκεί να μην διαδηλώνουν! Στο σημείο τούτο η συμπεριφορά του μας υπενθυμίζει εκείνην την φαιδρή βουλευτή της «Νέας Δημοκρατίας» που είναι βεβαίως υπέρ των διαδηλώσεων, αρκεί αυτές να γίνονται στην... Βαρυπόμπη! Η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη εμφανίζεται νουνεχέστερη εν προκειμένω με το να ορίζει ως επιτρεπόμενο χώρο διαδηλώσεων, όχι το κέντρο της Αθήνας, θεός φυλάξοι! αλλά τον Μαραθώνα! (ΠΡΙΝ της 15-1-2012). Όλως συμπτωματικώς, ως και η αξιότιμη ελληνόφωνη κυβέρνησή μας έχει ήδη συντάξει νομοσχέδιο για περιορισμό των διαδηλώσεων που πρόκειται να δημοσιευθεί σε ευθετότερο χρόνο (Ελευθεροτυπία 17-12- 2011).
Μ’ αυτήν την συλλογιστική, μήπως θάτανε σκοπιμότερο, από έποψιν πολιτικής συνέπειας, να ορισθεί ως χώρος διαδηλώσεων η... Μακρόνησος υπό την συνοδεία ροπαλοφόρων; Γιατί όχι; Εκεί οι διαδηλωτές θα μπορούσαν ακωλύτως «να διασκεδάσουν την ανία τους» χάριν της οποίας και διαδηλώνουν. Και οι ροπαλοφόροι επιτηρητές τους, το ίδιο!
Τα προαναφερθέντα, όμως, αφορούν την στάση του ήρωά μας απέναντι στις διαδηλώσεις και στους διαδηλωτές γενικώς. Οι διαδηλώσεις στις οποίες αναφέρεται, που αποτέλεσαν και την αφορμή να διατυπώσει τις σκέψεις του συνολικά, είχαν μια ιδιοτυπία που τις ξεχώριζε από άλλες του παρελθόντος. Το γεγονός τούτο δεν διέφυγε από το ταξικό ένστικτο του αντεισαγγελέα μας! Ποιά ήταν αυτή η ιδιοτυπία των διαδηλώσεων του Δεκέμβρη 2008; Πρέπει να ξεχωρίσουμε πρώταπρώτα, την έκταση και την ένταση των κινητοποιήσεων, την ασταμάτητη ορμή τους. Πρέπει να διακρίνουμε την ζέουσα «ψυχή» τους, την έντονη ψυχική αναστάτωση, την ευδιάκριτη συγκίνηση, τους ορατούς «αόρατους» φόβους και τις μη διατυπωμένες αλλά, παρ’όλα αυτά, ξεκάθαρες ελπίδες των διαδηλωτών. Πρέπει να σταματήσουμε στο νεαρόν της ηλικίας τους, ήσαν έφηβοι, αμούστακα αγόρια και ασχημάτιστα ακόμη κορίτσια. Αυτοί οι νέοι διαδηλωτές, οι δεκάδες χιλιάδες τους, έδειχναν, με την συμπεριφορά τους, ότι ήσαν διατεθειμένοι να πετάξουν την ψυχή τους στα μούτρα των καταπιεστών τους. Εκείνοι οι νέοι άνθρωποι, έβλεπαν τον εαυτό τους και απαιτούσαν από τους άλλους να τους βλέπουν ως ανθρώπινες υπάρξεις, ως ανεπανάληπτες δημιουργικές προσωπικότητες, ως χειραφετημένα άτομα κι’όχι σαν «μάζες», ως εσαεί ανθρώπους κι’όχι ως μελλοντικούς υπαλλήλους.
Εκεί που ο αδαέστατος αντεισαγγελέας μας έβλεπε άνομους ταραχοποιούς, με την αναχρονιστική μορφή της σκέψης του, ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ ΗΓΕΤΕΣ, ούτε αναγκαίο συμπλήρωμά τους, ευπειθείς οπαδοί. Ο διαχρονικός αντεισαγγελέας μας έβλεπε, σαν «κυνηγημένος λαγός», «αναρχικό πυρ», προσλαμβάνοντας την αναρχία όχι σαν νέα τάξη χωρίς κυβέρνηση που αποσκοπεί να σταματήσει τον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στον άνθρωπο,[11] αλλά ως αποχαλίνωση της νευρασθενικής αισθησιαρχίας·[12] σ’ αντίθεση με τον ήρωα του «διηγήματός» μας που αδυνατούσε να γελάσει, που δεν μπορούσε να είναι παιδί, ολόκληρη η εμφάνιση εκείνων των δεκάδων χιλιάδων νεαρών διαδηλωτών, ακτινοβολούσε πίστη στον εαυτό τους, αγάπη στον συνάνθρωπό τους, διαμαρτυρία για το ζοφερό παρόν τους, απόγνωση για το άδηλο, μαύρο και τρισχειρότερο μέλλον τους. Ακόμη και η υποτιθέμενη ενοχή αυτών των ανθρώπων, είναι ΑΘΩΑ σε σχέση με την αχρεία αθωότητα του εσμού των νοικοκυραίων, των παντός είδους εξουσιαστών και κυβερνώντων.
Ενώ ο αντεισαγγελέας εμφανίζεται ως άνθρωπος με κρύα συναισθήματα που ζει στην χώρα των σκιών, μπουσουλώντας με τα τέσσερα μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια των νομικών διατάξεων και των κλητηρίων θεσπισμάτων του, ενώ μένει απαθέστατος μπροστά στην κραυγαλέα αντίθεση της ξεδιάντροπης χλιδής απ’ την μιά, και της έσχατης αθλιότητας απ’ την άλλη που ντύνουν «απογυμνώνοντας» την κοινωνία μας· ενώ υιοθετεί, ανυποψίαστος και αλαζών, την ανήθικη ηθική που διδάσκουν οι κομψεπίκομψες νεάζουσες τηλεπαρουσιάστριες της εμπορικής τηλεόρασης, αυτές οι κοσμικές ιεροκήρυκες της άρχουσας αστικής τάξης, εκείνοι οι νεαροί διαδηλωτές, που διαδήλωναν με αφορμή την δολοφονία ενός συνομηλίκου τους από ένα «όργανο της έννομης τάξης», διαδήλωναν διατρανώνοντας, διεκδικώντας ανυποχώρητα έναντι του κράτους, της γραφειοκρατίας του, των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του, τον ΥΠΕΡΗΦΑΝΟ ΑΥΤΟΣΕΒΑΣΜΟ ΤΟΥΣ και την ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΗ ΤΟΥΣ ΑΦΟΣΙΩΣΗ. Η διαδήλωσή τους, εκείνη η μεγαλειώδης δράση τους, δεν ήταν απόρροια προμελετημένης πρόθεσης, πήγασε σαν αυθόρμητη ενέργεια, ακατανίκητη· δεν ήταν τόσο απόρροια όσο αφετηρία της πνευματικής ανάπτυξης των διαδηλωτών και, κατ’ επέκταση, ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Σ’ αντίθεση με τον αντεισαγγελέα μας, που τσαλαβουτάει στην λιμνάζουσα βαρβαρότητα του απελπιστικά μικρού μικρόκοσμού του, οι εξεγερμένοι του Δεκέμβρη 2008 αρνήθηκαν να αρκεσθούν στην αγελαία πνευματικήν ολιγάρκεια, στην πνευματική νωθρότητα και στον τρισκατάρατο δημοσιοϋπαλληλικό εφησυχασμό που τους δίδασκαν στα σχολεία, στην Βουλή, στην τηλεόραση, σ’ αυτό το συνδικάτο του Μεγάλου Ψεύδους· αρνήθηκαν να συμβιβαστούν με το ρυπαρό σκηνικό διαφθοράς που κατατρύχει την κυβέρνηση, την βουλή, τα συνδικάτα, την κοινωνία, το κράτος· αρνήθηκαν, με στεντόρειες κραυγές αποδοκιμασίας, να εθιστούν στην έσχατη ανηθικότητα που αποτελεί η ταξική συγκρότηση της ζωής. Όρθωσαν τα νεανικά κορμιά τους απέναντι στην κρατική εξουσία της ταξικής μας κοινωνίας, αντιμετωπίζοντάς την ως σύνολο, αξιολογώντας την ενστικτωδώς ως γεννήτορα της γενικευμένης αθλιότητας που τους κατατρύχει, που τους ακυρώνει τα όνειρα, εξανεμίζει τις ελπίδες τους, λεηλατεί την ίδια τους την ζωή, την μία, την μοναδική, την ανεπανάληπτη. Αυτό που, για τον διακρινόμενο από ερεβώδη άγνοια αντεισαγγελέα μας, παρίσταται ως terra abscondita (απόκρυφη γη), για τους νεαρούς μαχητικούς διαδηλωτές ήταν σαφές: το αίτιο της κακοδαιμονίας τους, δεν ήταν μόνο η ανούσια παιδεία που τους παρέχουν τα πανεπιστήμια Μίκυ Μάους και κόκα κόλα· δεν ήταν μόνο η κοινωνικά ανάλγητη ελληνόφωνη κυβέρνησή μας, δέσμια της αστικής ταξικής υφής και αποστολής της, που τους στερεί τις δυνατότητες σπουδών και αξιοπρεπούς εργασίας· είναι όλα αυτά (κι’ άλλα πολλά) μαζί· είναι η γενικευμένη αίσθηση πως η πολιτική είναι μια ρυπαρή, κερδοσκοπική δραστηριότητα, τα κόμματα είναι διαφημιστικοί πράκτορες της εξουσίας (που είτε ήδη έχουν, είτε αναμένουν να σφετερισθούν, να γίνουν χαλίφης στην θέση του χαλίφη)· είναι αυτό το αδιάκοπο κούνημα και σπινθηροβόλημα, αυτή η ταχεία εξάντληση και το νευρασθενικό, ασθμαίνον κυνήγι του καινούργιου απλά και μόνο γιατί είναι καινούργιο· είναι αυτό το αλλοπρόσαλλο άγχος για το κυνηγητό, αυτή η ανικανότητα να μείνουμε για μια στιγμή ήρεμοι, εκείνη η καταραμένη αγχώδης σπουδή να τα κάνουμε όλα, να τα κάνουμε γρήγορα, να διεκδικούμε, εσαεί κινούμενοι, την ακινησία μας· είναι αυτό που στον καπιταλισμό αποκαλείται ΠΡΟΟΔΟΣ.[13]
Η αντίθεσή τους, η οργή τους, η διαμαρτυρία τους είχε, αντικειμενικά, ΑΝΤΙΣΥΣΤΗΜΙΚΟ, ΣΥΝΟΛΙΚΟ χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, δεν γινότανε να επιμερισθεί σε επιμέρους τομείς, ξέχωρους τον έναν απ’ τον άλλο, ανεξάρτητους μεταξύ τους, ασύνδετους. Η φορά του πράγματος τους έφερε να διεκδικούν, ακαθόριστα, ομιχλωδώς έστω, όχι επί μέρους αλλαγές, όχι αλλαγή, αλλά συνολική ΑΝΑΤΡΟΠΗ πολιτικών, κοινωνικών και ηθικών διαστάσεων. Η εμφάνιση αυτή έγινε κατορθωτή γιατί τα συνθήματα των διαδηλωτών δεν ήσαν προσυντεταγμένα σε κομματικά επιτελεία· η διάταξη των διαδηλωτών δεν ήταν προκαθορισμένη και δη άνωθεν· η κινητοποίησή τους δεν οφείλονταν σε κομματικά επιτάγματα και παραταξιακά κελεύσματα· στην καθόλα πολιτική συμπεριφορά τους δεν μεσολάβησε ούτε ίχνος κομματικής ή συνδικαλιστικής υποκατάστασης. Δεν υπήρχαν αντιπρόσωποι (που έχουν την εγγενή τάση να καταργούν τους αντιπροσωπευόμενους). Δρώντα υποκείμενα ήσαν οι ίδιοι, χωρίς διαμεσολαβήσεις και ύποπτες υποκαταστάσεις. ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥΤΟ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ η δύναμή τους, η πρωτοτυπία τους, η φρεσκάδα τους, η αποφασιστικότητά τους. Στο σημείο τούτο έχει την πηγή του ο τρόμος των απανταχού κρατούντων καπιταλιστών: ο πρόεδρος της Γαλλίας Σαρκοζί φοβήθηκε την μετάδοση του «ελληνικού ιού» και οπισθοχώρησε άρονάρον απ’ την εκπαιδευτική του αντιμεταρρύθμιση. Ο τότε πρόεδρος του Δ.Ν.Τ Ντομινίκ Στρως Κάν (Dominique Straus Kahn), σε μιαν ανάπαυλα της ζωηράς σεξουαλικής του παρόρμησης, προειδοποίησε ότι η ελληνική εξέγερση είναι η πρώτη πολιτική έκρηξη της τρέχουσας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και μπορεί να εμφανιστεί και στις άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου. Και στα καθ’ ημάς; Ο τότε πρωθυπουργός (Κωστάκης Καραμανλής) βολιδοσκοπούσε τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών πολιτικών κομμάτων για την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Ο πρώην υπουργός της Ν.Δ και πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Στέφανος Μάνος συζητούσε την παρέμβα- ση του στρατού. Το ΓΕΣ προκήρυξε διαγωνισμό (διαταγή μ’ αριθμό 48/2008) για την προμήθεια «υλικών ελέγχου πλήθους». Μετά ταύτα, η αστυνομία στρατιωτικοποιείται και ο στρατός ετοιμάζεται να αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα.[14]
B) Τα κύρια χαρακτηριστικά της πρωτότυπης, μεγαλειώδους νεολαιίστικης εξέγερσης του Δεκέμβρη 2008, με τον παγκόσμιο αντίκτυπό της, ήσαν: η μαζική αντικαπιταλιστική ΑΙΣΘΗΣΗ, η ελευθεριακή αντίληψη των δεκάδων χιλιάδων νέων της νεοελληνικής κοινωνίας. Όσοι έσπευσαν άκριτα, ιδιοτελώς και επιπόλαια να της καταλογίσουν απουσία διαμορφωμένης αντικαπιταλιστικής ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ, ας αναλογιστούν ότι η υποτιθέμενη δική τους αντικαπιταλιστική κοινωνική συνείδηση, ΔΕΝ στάθηκε ικανή να δημιουργήσει μια τέτοια μεγαλειώδη εξέγερση γιατί οι φορείς που δημιουργούν αυτήν αποτελούν οργανικό τμήμα του συνολικού συστημικού προβλήματος απέναντι στο οποίο με τόση σφοδρότητα και σαφήνεια αντιπαρατέθηκαν οι εξεγερμένοι! Ούτε πίσω, ούτε, πολλώ δε μάλλον, μπροστά απ’ τις διαδηλώσεις των εξεγερμένων βάδιζαν «οι γραμματείς, οι γραφειοκράτες, οι επαγγελματίες πολιτικοί, όλοι αυτοί οι σύγχρονοι σουλτάνοι που βλέπουν να προετοιμάζεται η πρόσβασή τους στην εξουσία» κατά την παραστατική έκφραση του Φραντς Κάφκα.[15]
Για τους εξεγερμένους, το κοινοβούλιο χρησιμεύει για να συγκαλυφθεί, μ’ ένα χείμαρρο ρητορειών, η κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου πίσω από την πρόσοψη του υποτιθέμενου αυτοκαθορισμού του λαού· τα συνδικάτα δρουν αντικειμενικά σαν εξομαλυντική δύναμη του καπιταλισμού, χωρίς τα οποία θάτανε ανολοκλήρωτος· οι ηγέτες τους φιλοδοξούν να αποτελέσουν τμήμα της εξουσίας που καθορίζει τις συνθήκες της μισθωτής εργασίας, μετατρέποντάς τα σε όργανα της κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργατική τάξη, σε διαμεσολαβητές πωλητές της εργασιακής δύναμης των εργατών (μια και μέσω των διαπραγματεύσεων συσκέψεων με τους κρατικούς αξιωματούχους και τους εργοδότες, την πουλάνε την εργασιακή δύναμη των εργατών στους εργοδότες).[16]
Τα πολιτικά κόμματα οι εξεγερμένοι τα αντιμετώπισαν, λόγω της εξουσιαστικής δομής τους, ως ιδιοτελείς μηχανισμούς που βρίσκονται υπεράνω του συνόλου των πολιτών, ως ύψιστη οντότητα, που δεν αντλεί την εξουσία της απ’ την θέληση των πολιτών αλλά αυτοδικαίως.[17] Τα μεν κυρίαρχα πολιτικά κόμματα τα είδαν ως σωματοφυλακή της κυβέρνησης, τα δε κόμματα που φέρονται ως εκπρόσωποι των εργαζομένων ως μελλοντικούς σφετεριστές της κυβερνητικής εξουσίας, της μιας και αναλλοίωτης. Γι’ αυτό και τ’ απαξίωσαν συνολικώς. Εδώ εδράζεται και η επιδειχθείσα αντιμετώπιση του Δεκέμβρη 2008 εκ μέρους της ελληνικής Αριστεράς: αμηχανία μεστή πολλαπλών επιφυλάξεων μέχρι ανοιχτή, προβοκατόρικη, εχθρική εναντίωση. Και είναι «λογικό»: αισθάνονται ενστικτώδη απέχθεια απέναντι σ’ οτιδήποτε δεν ελέγχουν απόλυτα.
Πολλώ δε μάλλον, απέναντι σ’ οτιδήποτε συγκροτεί ανθρώπινο δυναμικό ανεπίδεκτο κομματικής χειραγώγησης για «τους σύγχρονους σουλτάνους που βλέπουν να προετοιμάζεται η πρόσβασή τους στην εξουσία». Οι εξεγερμένοι απαιτούσαν μια κοινωνία ελεύθερη, συναποτελούμενη από ελεύθερους ανθρώπους· ήθελαν ομιχλωδώς, ενστικτωδώς, να εδραιώσουν τα δικαιώματα της κοινωνίας έναντι του κράτους, «της μόνης μετά θεόν δύναμης στον κόσμο» κατά τον αφελή αντεισαγγελέα μας.
Γ) Και ο διαχρονικός αντεισαγγελέας μας; Πώς αντιμετωπίζει την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008 αυτόπτυς μάρτυρας της οποίας ακουσίως παρέστη; Μα τις απόψεις του τις εκθέτει απροσχημάτιστα και κυνικά στο «διήγημά» μας! Δικαίωμά του, και δικαίωμα της διοίκησης Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων να τις αναπαράγει δημοσιεύοντάς τες στην προμυησθείσα εφημερίδα της προς εθνικόν, άμα τε και αισθητικόν φρονηματισμόν των μελών της. Είναι, όμως, δικό μας δικαίωμα να τις κρίνουμε και να τις αξιολογήσουμε.
Ο ήρωάς μας είναι ένθερμος οπαδός της χυδαίας κοινωνιολογίας των θαμώνων του νεοελληνικού καφενείου, αυτού του θλιβερού υποκατάστατου της αρχαιοελληνικής αγοράς όπου βασίλευε η κριτική σκέψη. Για την αφυκτικά περιορισμένων νοητικών δυνατοτήτων σκέψη του, αυτό που παρακολούθησε ιδίοις όμμασιν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα κακότεχνο ποδοσφαιρικό παιχνίδι σ’ένα ερμητικά κλειστό στάδιο όπου, διεξάγονταν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ των ροπαλοφόρων αστυνομικών και διαδηλωτών μ’ εκείνον και λοιπούς συμπατριώτες του, θεατές στις κερκίδες. Φυσικά, ως «γραβατοφόρος» ο ίδιος (κατά συνεκδρομήν, που θάλεγαν και οι συμπαθείς φιλόλογοί μας, όπως π.χ. απ’ το τετράποδο και το ανδράποδο) είναι οπαδός της ομάδας των ροπαλοφόρων αστυνομικών γι’ αυτό και επιθυμεί διακαώς την νίκη τους. Στο σημείο τούτο ομοιάζει μ’ εκείνους τους κοινωνιολογίζοντες κοινωνιολόγους που βασιζόμενοι ΜΟΝΟΝ στους οικονομικούς δείκτες της Ελλάδας και της... Νορβηγίας, σπεύδουν να συναγάγουν τα επιστημονικοφανή συμπεράσματά τους για τις κοινωνίες των δύο (2) χωρών, λησμονώντας, εν τη αφελεία τους, ότι η Νορβηγία δεν γνώρισε απανωτές φασιστικές δικτατορίες, ούτε ένα τετράχρονο καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, μήτε μια Μικρασιατική καταστροφή. Μ’ άλλα λόγια, ενώ μελετούν, υποτίθεται, ένα ζωντανό κοινωνικό οργανισμό, συναγάγουν τα συμπεράσματά τους βασιζόμενοι ανεπιτρέπως μόνο στον οικονομικό σκελετό του! Ο ήρωάς μας, αντιλαμβάνεται την νεοελληνική κοινωνία των ημερών του ως ενιαία, ομοειδή, συναποτελούμενη από ίσους μεταξύ τους πολίτες που ο ίδιος τους διακρίνει σε φιλόνομους κακότυχους αστυνομικούς και σε κακοποιούς διαδηλωτές. Δεν του περνάει απ’ το νου ότι η κοινωνία αυτή διαιρείται σε κοινωνικές τάξεις με αντιμαχόμενα κοινωνικά –και όχι μόνον– συμφέροντα· αγνοεί ως και την ύπαρξη των όρων «εκμετάλλευση», «εκμεταλλευτικό καθεστώς», «παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου και σφετεριστές τούτου». Απ’ τον Χέγκελ γνωρίζει (τουλάχιστον φαίνεται πως γνωρίζει) μόνο ότι το «κράτος ίσον Θεός» [Τί άλλο σημαίνει ότι το «Κράτος» είναι «η μόνη μετά Θεόν δύναμη στον κόσμο» ως αφελέστατα υπολαμβάνει;] Αγνοεί την αποξένωση του κόσμου των παραγώγων απ’ τους παραγωγούς ως και την «ψευδή συνείδηση» που την συνοδεύει· αγνοεί πως ο Χέγγελ «συλλαμβάνει ρεαλιστικά την προϊούσα επισώρευση και συγκέντρωση του πλούτου σε λίγα χέρια, βλέπει ταυτόχρονα, ότι αυτή ακριβώς η διαδικασία συνοδεύεται απ’ αυτό, το οποίο ο ίδιος ονομάζει “η παραγωγή της πλεμπάγιας”. Γνωρίζει ότι η αστική κοινωνία συνέπεια της δομής της, όχι συνέπεια της κακής βούλησης μεμονωμένων ατόμων, “παρά το υπέρμετρον του πλούτου... δεν είναι αρκετά πλούσια, ...για να ρυθμίσει... το υπέρμετρον της φτώχειας”. Η αστική κοινωνία αναπτύσσεται ακατάσχετα πέρα κι έξω από τον εαυτό της.[18]
Ο ήρωάς μας περιορίζεται στο να καταγράφει, απλώς ως παθητικός μεμψιμοιρών και δη ηθικολογών άνθρωπος της εποχής του τις εξελίξεις των καιρών· αδυνατεί να τις διαπεράσει, να «χαθεί» μέσα τους, δηλαδή να ακροαστεί τον διαλεκτικό σφυγμό της εποχής του.[19] Βλέπει μόνο διαδηλωτές και, κατά προτίμηση συνεπεία διαστροφικής επαγγελματικής εμμονής; εξαγριωμένους διαδηλωτές και αγανακτεί στον ύψιστο βαθμό απ’ την “αναίδεια” αυτών των νέων ανθρώπων που τολμούν να αντιλέγουν στο «Κράτος» του, «την μόνη μετά Θεόν δύναμη στον κόσμο». Μια τέτοια στάση την θεωρεί ακατανόητη, παράλογη, βέβηλη, αγνοώντας πως ο Χέγγελ ήταν αυτός που είπε σαρκαστικά πως «Ο Χριστός κήρυττε την αλήθεια σε προσκυνημένους μαθητές του» (εν αντιθέσει με τον Σωκράτη δάσκαλο που προσπαθούσε να προκαλέσει την αναζήτηση της γνώσης, σε οποιονδήποτε πρόθυμο για συζήτηση).[20] Όλα όσα κυττάζει (τα βλέπει άραγε;) τα θεωρεί αποκλειστικά και μόνον υπό το πρίσμα των διατάξεων του Ποινικού μας Κώδικα, με μια φετιχιστική προσκόλληση σ’ αυτές. Δεν του περνάει από τον νου πως το γράμμα του νόμου δεν αντιπροσωπεύει την ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ του καπιταλισμού, αλλά μόνο τις εξωτερικές του όψεις στις οποίες και προσκολλάται άκριτα. Αγνοεί ότι η ελληνική καπιταλιστική κοινωνία ΔΕΝ είναι στην πραγματικότητα ένας κόσμος ισότιμα συμβαλλομένων ατόμων, αλλά ένας κόσμος αντιμαχόμενων κοινωνικών τάξεων.[21]
[Λησμονεί πως η νομική ισότητα καλείται να λειτουργήσει μέσα σε μια κοινωνική ανισότητα, γεγονός που ώθησε τον Anatole France να ξεστομίσει το σαρκαστικό απόφθεγμά του «η μεγαλειώδης ισότητα των νόμων που απαγορεύουν στον πλούσιο καθώς και στον φτωχό να κοιμάται κάτω απ’ τις γέφυρες, να ζητιανεύει στους δρόμους και να κλέβει ψωμί» (La majestueuse égalité des lois qui interdit au riche comme au pauvre de coucher sous le ponts, de mendier dans les rues et de voler du pain).[22]]
Είναι ένας επιπόλαιος ερασιτέχνης [ερασιτέχνης = τελοιοποιημένη μορφή του ανεπαρκούς[23]] παρατηρητής του κοινωνικού μας γίγνεσθαι· οι σκέψεις που εκφράζει, και τις εκφράζει με μιαν προσποιητή μετριοφροσύνη που προδίδει πλήρη έλλειψη σεβασμού και αλαζωνική αυταρέσκεια, συγκροτούν μια FATA MORGANA (κωμικοτραγικό αντικατοπτρισμό) του κοινωνικού μας γίγνεσθαι στο μυαλό του. Οι αντιλήψεις του είναι εξωφρενικά κοντόθωρες. Αντιμετωπίζει τους νεαρούς διαδηλωτές ως κακοποιούς του κοινού ποινικού δικαίου όπως π.χ τους βιαστές, ληστές, δολοφόνους κ.λ.π απλώς και μόνον διότι διασαλεύουν, κατά την άποψή του, την έννομη τάξη της συγκροτημένης σε κράτος αστικής τάξης. Προφανέστατα και είναι «κατά της βίας», ως και οι τηλεοπτικοί Κακαντέρηδες, μόνο που αποθεώνει την κρατική (ταξική) βία, την βρίσκει εξωφρενικά ανεπαρκή γι’ αυτό και απαιτεί την απροκάλυπτη θηριωδία, τις ερπύστριες των τανκς, την αιματοχυσία δεκάδων χιλιάδων νέων ανθρώπων.
[Ασφαλώς και του διαφεύγει πως κάθε «έννομη τάξη» που χρειάζεται τακτικά να διατηρείται με αιματηρές σφαγές, βαδίζει αναπόφευκτα προς το ιστορικό της πεπρωμένο, τον ΧΑΜΟ της.[24]]
Ίσως γι’ αυτό και αναπολεί μελαγχολικά την «Στάση του Νίκα» και, κάνοντας μιαν ανιστόρητη αναγωγή, ονομάζει τους «πράσινους» και «βένετους» εκείνης της περιόδου, «τρομοκράτες». Ο χοντροκομένος ιστορικός αναχρονισμός του, αυτή η ασύστολη ιδεολογική χειραγώγηση της ιστορίας στην οποία, ανυποψίαστος τάχα, επιδίδεται, ουδόλως τον ενοχλεί.
[«Ο φτωχός άνθρωπος της πόλης, ή ο αγρότης που ζούσε αρκετά κοντά στην πόλη, είχε πιο αποτελεσματικά μέτρα για να κάνει γνωστές τις διαμαρτυρίες του: μπορούσε να διαταράξει την τάξη, ή, αν η πόλη του ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να έχει έναν ιππόδρομο (circus), ένα αμφιθέατρο ή ένα κάπως μεγάλο θέατρο, μπορούσε να οργανώνει εκεί διαδήλωση. Δεν χρειάζεται εδώ να πω τίποτα για τον αξιόλογο, σχεδόν πολιτικό, ρόλο που έπαιξαν στη διάρκεια της Ηγεμονίας και της Ύστερης Αυτοκρατορίας οι διαδηλώσεις σ’αυτούς τους τόπους δημόσιας ψυχαγωγίας, κάποτε παρουσία και τους ίδιου του αυτοκράτορα... Τέτοιες διαδηλώσεις μπορούσαν συχνά να γίνονται, βεβαίως, εντελώς άσχετα με την παρουσία του αυτοκράτορα ή και του διοικητή της επαρχίας. Οι διαδηλώσεις τις οποίες οργάνωναν (περίπου από τα μέσα του 5ου αιώνα ως τη βασιλεία του Ηρακλείου) οι φατρίες του ιππόδρομου, οι «Βένετοι» και οι «Πράσινοι» κυρίως, ήταν συχνά ασήμαντα πράγματα, μερικές φορές προφανώς όχι περισσότερο «πολιτικές» στις προθέσεις από ένα ξέσπασμα φανατικών οπαδών μιας ομάδας σε σύγχρονο ποδοσφαιρικό αγώνα, διότι οι φατρίες, αυτές καθαυτές, δεν είχαν καθόλου πολιτικά χαρακτηριστικά αν και πιστεύω ότι αποκτούσαν πολιτική σπουδαιότητα πιο συχνά απ’ όσο τους αποδίδει ο Cameron... Η απροσχημάτιστη εξύβριση ενός αυτοκράτορα, ιδιαίτερα στον ιππόδρομο, δεν ήταν κάτι άγνωστο. Ο Ιωάννης ο Λυδός διέσωσε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα: μια σάτιρα σε τέσσερα ελεγειακά δίστιχα, τοιχοκολλημένη στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης τα πρώτα χρόνια του 6ου αιώνα (γύρω στα 510-515), που έκανε επίθεση στον αυτοκράτορα Αναστάσιο σε μια περίοδο που τη δημοσιονομική πολιτική ασκούσε... ο Μαρίνος ο Σύριος, αρχηγός της φρουράς των πραιτωριανών της Ανατολής από το 512 ως ίσως το 515. Ο Αναστάσιος αναφέρεται ονομαστικά και προσαγορεύεται «βασιλεύς κοσμοφθόρος»· κατηγορείται για «φιλοχρημοσύνη»· ο Μαρίνος κατονομάζεται μόνο ως Σκύλλα της Χάρυβδης του... Το πιο ξακουστό παράδειγμα μείζονος αναταραχής που ξεκίνησε από τις ιπποδρομίες είναι η λεγόμενη «Στάσις του Νίκα» στην Κωνσταντινούπολη το 512 τυπογραφική αβλεψία, το ορθόν είναι 532: άρχισε ως μια διαδήλωση εναντίον ορισμένων τυραννικών αξιωματούχων, εξελίχθηκε σε επανάσταση κατά του αυτοκράτορα Ιουστινιανού και έληξε ΜΕ ΜΙΑ ΦΟΒΕΡΗ ΣΦΑΓΗ, από τον Βελισάριο και τον Μούνδο και τα «βαρβαρικά» τους στρατεύματα, ενός ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ απλών ανθρώπων, που υπολογίζεται κι από τις πιο συντηρητικές πηγές – δίχως άλλο με τη συνηθισμένη υπερβολή – σε ΤΡΙΑΝΤΑ με ΤΡΙΑΝΤΑ ΠΕΝΤΕ χιλιάδες... Φαίνεται καθαρά πως αυτό είναι το τίμημα που πληρώνεται πάντα για την ολική κατάργηση των ατομικών δημοκρατικών δικαιωμάτων...»[25]]
Ο ήρωάς μας, ουδεμίαν διάκριση φαίνεται να κάνει μεταξύ των διαδηλωτών, που συγκρούονται με τις αστυνομικές κρατικές κατασταλτικές δυνάμεις, και των κακοποιών του κοινού ποινικού δικαίου οι οποίοι επίσης αμφισβητούν την έννομη τάξη με το να διαπράττουν εγκλήματα προς ίδιον όφελος. Ας του υπομνήσουμε, λοιπόν, πως εκείνοι οι διαδηλωτές αμφισβητούσαν την κρατική έννομη τάξη διότι αυτή συγκροτούσε ένα σύστημα αξιών που οι ίδιοι θεωρούσαν ως προδοτικές της βαθύτερης φύσης του ανθρώπου γι’ αυτό και ήθελαν να την ανατρέψουν συνολικά προκειμένου να «ανθρωπέψει ο άνθρωπος», προκειμένου να ανθίσει το δικό τους σύστημα αξιών: ενώ οι εγκληματίες του κοινού ποινικού (π.χ ληστές, κλέφτες, βιαστές), ΔΕΝ επιδιώκουν ανατροπή του υφιστάμενου κρατικού ταξικού συστήματος αξιών, δεν έχουν κατά νου, ως “κινούν αίτιον” (motif déterminant) ένα κόσμο ληστών, κλεφτών, βιαστών· εκείνο που επιδιώκουν είναι η παρασιτική τους συνύπαρξη στο κορμί του υπάρχοντος «κόσμου», της υφιστάμενης κρατικής - ταξικής έννομης τάξης.[26] Ο ήρωάς μας μάλλον υιοθετεί τις «επιστημονικές» απόψεις, επ’ αυτού, του Gesare Lombroso[27] ο οποίος, όπως εύστοχα υπογραμμίζεται στην ελληνική εισαγωγή του πιο πάνω έργου, προσπάθησε (το 1894) να «μετατρέψει την πολιτική του αντίθεση σε επιστημονικό επιχείρημα», καταλήγοντας στο «επιστημονικό» συμπέρασμα πως «ο αναρχικός χώρος είναι γεμάτος “ανώμαλους”». Μόλις χρειάζεται να τονίσουμε πως κάθε χώρος της πραγματικότητας έχει την δική του νομοτέλεια. Συνεπώς, η ιατρική και η βιολογία, δεν είναι τα πλέον κατάλληλα εργαλεία για την αξιολόγηση, την ανάλυση και την εξήγηση πολιτικών και κοινωνικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων!
Η υπόρρητη άποψη του αντεισαγγελέα μας είναι εξωφρενικά αναχρονιστική και κοινωνικώς εξαιρετικά επικίνδυνη. Γιατί υπαινίσεται πως τους «ανώμαλους» δεν τους αντιμετωπίζουμε με λογικά επιχειρήματα αλλά τους θέτουμε υπό «θεραπείαν» μέχρι να γίνουν «ομαλοί», σε κάθε περίπτωση δε, τους καθιστούμε ανίκανους να βλάψουν την κοινωνία! Τί θα επιθυμούσε ο διακρινόμενος από υπολανθάνουσες τάσεις αναχωρητισμού, (μοναχισμού), αντεισαγγελέας μας; Ήδη το προαναφέραμε: μια κρατική καταστολή εφάμιλη εκείνης της Στάσης του Νίκα, προκειμένου να κατασταλεί το κίνημα των διαδηλώσεων, να διατρανωθεί η αποκλειστικότητα της κρατικής βίας, γιατί είπαμε είναι «κατά της βίας» των διαδηλωτών. Το ότι οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης συνιστούν, για την μεγάλη πλειοψηφία του λαού, ΒΙΑ· για το ότι οι έλληνες κτηνοτρόφοι πουλάνε τρία (3) κιλά αγελαδινού γάλακτος προκειμένου να αγοράσουν ένα (1) λίτρο εμφιαλωμένου νερού· για το ότι οι νέοι επιστήμονες εργάζονται σε δουλειές άσχετες με την ειδίκευσή τους δώδεκα (12) ώρες ημερησίως έναντι 500 ευρώ μηνιαίως· για το ότι η ανεργία προσλαμβάνει χαρακτηριστικά επιδημίας αποδομώντας αναίτιες δυστυχείς ανθρώπινες υπάρξεις· για το ότι την χαρά και το γέλιο των ανθρώπων τα κατάντησαν ευτελές εμπόρευμα· για το ότι πρέπει να μπούμε στον τάφο για να αποκτήσουμε ελπίδα (Μάρτιν Μπούμπερ)· για το ότι ούτε οι νεκροί μας δεν θα αισθάνονται ασφαλείς στους τάφους τους (Βάλτερ Μπένγιαμιν)· για το ότι δεν έχουμε τί να κάνουμε πλέον τα παιδιά μας, ούτε τους γέροντες μας· για το ότι εγκαθιδρύεται ένα καθεστώς ενός ανεπανάληπτου κοινωνικού κανιβαλισμού... Όλα αυτά, κι’ άλλα απροσμέτρητα, ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΒΙΑ ασύλληπτων διαστάσεων; Για να θυμηθούμε (παραφράζοντας) τον Μπαλζάκ: οι ληστείες μετά φόνου που διαπράττονται εν πλήρη ημέρα και εν μέση οδώ, φαντάζουν ως πράξεις χριστιανικής αγαθοεργίας μπροστά στις κομπίνες του χρηματιστηρίου, τα «δομημένα ομόλογα» των ασφαλιστικών ταμείων, την ιδιοτελή εκποίηση κρατικής περιουσίας, την μαζική ανεργία εκατομμυρίων ανθρώπων, την υποθήκευση της εθνικής γης και του εθνικού πλούτου, τον σκόπιμο ξεπεσμό του ανθρώπου σε θλιβερό κατάλοιπο ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτές οι σκόπιμες φρικαλέες συμπεριφορές της άρχουσας τάξης και του πολιτικού υπηρετικού προσωπικού της, δεν αποτελούν ΒΙΑ; «Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, δεν ταυτίζεται με την κλοπή του ποινικού κώδικα», φαίνεται να αντιτείνει ο αντεισαγγελέας μας αντιγράφοντας πολιτικήν απόφαση Κεντρικής Επιτροπής κάποιου κόμματος του 1989 που αντιμετώπιζε την κοινωνία με όρους και υπό το πρίσμα εισαγγελέα ποινικής δίωξης! Ασφαλώς! Όπως και η ανθρώπινη λογική δεν αφυδατώνεται, η κριτική σκέψη δεν ευνουχίζεται στο ασφυκτικό πλαίσιο ποινικών διατάξεων! Έχει κι’ άλλην αποστολή, ευρύτερη, ανθρωπινότερη· δεν εξαντλείται στο να συντρίβει ανθρώπινα κρανία, να κατακερματίζει ανθρώπινες υπάρξεις· πρωτίστως σκοπεύει στο να φωτίζει ανθρώπινα μυαλά. Ο ήρωάς μας επιζητεί το πρώτο (ίσως να μην γιγνώσκει α αναγιγνώσκει, για να θυμηθούμε τον Απόστολο Φίλιππο), οι διαδηλωτές του Δεκέμβρη 2008 διατράνωναν το δεύτερο. Ο αντεισαγγελέας μας, με τον υπόρρητο φιλομοναχισμό του, εν αντιπαραβολή με την εκ μέρους του απαξίωση «των εγκοσμίων», διδάσκει «την αποταγήν του κόσμου και όχι το καλώς ζην εν τω κόσμω».[28]
Μάλλον, ωραιοποιεί το Βυζάντιο, το «στρογγυλεύει», το εξιδανικεύει για λόγους μεροληπτικής ιδεολογικής κάρπωσής του. Μια και πρόκειται να γίνει βυζαντινολόγος, ας μας επιτρέψει για την πληρέστερη κατανόηση του αντικειμένου του, να του υποδείξουμε το έκτασης 914 σελίδων μεγάλου σχήματος έργο του Μανουήλ Ι. Γεδεών, του επιφανέστερου χρονικογράφου του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τίτλο «Πατριαρχικοί Πίνακες, ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικαί, περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρι Ιωακείμ Γ’ του από Θεσσαλονίκης 36 – 1884 μ.Χ, Αθήνα 1996, του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων». Εκεί θα συναντήσει (σελ.210-211) τον Θεοφύλακτο που αναρριχήθηκε στον πατριαρχικό θρόνο σε ηλικία δέκα έξι (16) ετών, θα συναπαντήσει πατριάρχες αρσενοκοίτες, χειροτονία διγάμων (σελ.225), πατριάρχες δωρολήπτες, επισκέπτες γυναικείων μοναστηριών που δεν εγνώριζαν γραφήν (307), παντελώς κουφούς (311), διάγοντας «βίον ήκιστα ασκητικόν» (312), μέθυσους που την Μεγάλη Παρασκευή κατακρημνίζονταν εντός του πατριαρχικού ναού, κατά την ακολουθία των αγίων παθών, συνεπεία μέθης (365), πατριάρχες που η πατριαρχεία τους διήρκεσε οκτώ (8), (437) ή και τρεις (3) (462) ακόμη ημέρες, πατριάρχες αναλφάβητους (463) ή «ουδόλως μετασχώντας στοιχειωδεστάτης παιδεύσεως (615), κι’ άλλους πολλούς. Το Βυζάντιο, κύριε εισαγγελεύ, είναι ένα ελκυστικό αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ «ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΞΑΡΣΗΣ»!
IV
Δίκην Επιμέτρου
Για τον ήρωα του «διηγήματός» μας, είναι αυτόδηλον πως οι διαδηλωτές του Δεκέμβρη 2008 είναι Plebs sordida (χύδην όχλος), είναι sordes urbis et faex (λίγδα και βρομιά), είναι η sentina urbis (το απόπλυμα της πόλης). Το ότι μερικοί εξ αυτών, «μπροστά σ’ ένα τρόμο χωρίς τέλος, προτιμούν ενίοτε ένα τρομακτικό «τέλος» (Σάββας Μιχαήλ), είναι γι’ αυτόν ακατανόητο, ανεξήγητο, απόλυτα καταδικαστέο. Ιδανικό του; Ο Κικέρων και η περίφημη φράση του cum dignitate otium που σύμφωνα με μιαν αποκαλυπτική παράφραση σημαίνει «ένα ευνομούμενο κράτος όπου τα άτομα εκτιμούνται σύμφωνα με τον βαθμό τους σε μιαν ιεραρχική κοινωνική οργάνωση». (Τώρα, πως μπορεί κάποιος ν’αποκτήσει dignitas όταν δεν έχει libertas, όταν δηλαδή δεν μπορεί να δράσει γι’ αυτό που πιστεύει ούτε να το υποστηρίξει ανοιχτά, είναι ένα ερώτημα που απασχολούσε και τον ίδιο τον Κικέρωνα).[29]
Η χώρα που θα του ταίριαζε απόλυτα; (εκτός από το Βυζάντιο φυσικά!), η Γερμανία, εκείνη η παντοτινή πατρίδα του λοχία[30], η γροθιά του οποίου είναι σαφώς ογκοδέστερη του εγκεφάλου του, η Γερμανία όπου οι άνθρωποι γεννιούνται μαζί με τον φόβο, όπου ουδέποτε υπήρξε (και εξακολουθεί να μην υπάρχει!) opinion publique (Γκέοργκ Λούκατς, γαλλικά στο γερμανικό πρωτότυπο, που σημαίνει “κοινή γνώμη”), στην Γερμανία όπου οι άνθρωποι γεννιούνται με την παλάμη του χεριού τους τεντωμένη στην ραφή του παντελονιού τους, εκεί που αισθάνονται μεγάλη περηφάνεια όταν ψοφάνε στην προσοχή
(Ρεμάρκ). Σε κάθε περίπτωση, όχι η Ελλάδα η οποία, εκτός από ελληνόφωνες κυβερνήσεις, έχει και διαδηλωτές του Δεκέμβρη, θάχει κι’ άλλους πολλούς, πάρα πολλούς, που θα κραυγάζουν, γεμάτοι ζωντάνια, δύναμη, αποφασιστικότητα, κέφι, ανυποχώρητη συνέπεια «ΑΦΗΣΤΕ ΤΗΝ ΖΩΗ ΠΟΥ ΚΑΝΕΤΕ, ΨΑΞΤΕ ΤΗΝ ΖΩΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΕ», αυτοί το ΚΑΜΑΡΙ ΚΑΙ ΣΤΟΛΙΔΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΛΗΣ! Όσο για τον αντεισαγγελέα μας, παραιτήθηκε, επ’ ωφελεία του ελληνικού δικαιοδοτικού συστήματος και επ’ αντιστοίχω προσωπική του ζημία. Με τέτοια «φόντα» που τον λούζουν, δεν θα απέφευγε την αναρρίχηση του στα ύπατα κλιμάκια της δικαστικής ιεραρχίας απ’ όπου θα μπορούσε να ξεδιπλώσει τις ηγετικές του ικανότητες κυρίως στον ανένδοτο αγώνα ευπρεπισμού των αφοδευτηρίων των ανά την επικράτεια δικαστικών μεγάρων!
Πέτρος Πέτκας




[1] βλ. εκτενέστερα το σημείωμά μας με τίτλο «Salus patriae suprema lex esto - Υπέρτατος Νόμος ας είναι η σωτηρία της Πατρίδας- Μια αναδρομή και μια... υπόμνηση» στην ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τεύχος 159-160, φθινόπωρο 2011, σελ.76 επ. ως και τις εκεί αναγραφόμενες περαιτέρω βιβλιογραφικές παραπομπές
[2] βλ. το αξιόλογο –αν και εξαιρετικά δυσεύρετο πλέον- Η σύγκρουση με το Νόμο ως έμπρακτη κριτική του Δικαίου και το συναίσθημα ενοχής, Β’ έκδοση, Έρασμος σελ. 36-37 του μακαρίτη πια Μανώλη Λαμπρίδη, ως και το προαναφερόμενο σημείωμά μας
[3] DOUGLAS M. MACDOWELL, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, Δημ. Ν. Παπαδήμα σελ. 82, 92, 102, 261, 282, 283
[4] Claude Mossé, Πολιτική και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, Σαββάλας σελ. 198, 199
[5] DOUGLAS M. MACDOWELL, ό.π σελ. 43-46, 102, 181-186
[6] G.E.M. DE STE CROIX Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση σελ. 645-647
[7] η έμφαση και τα κεφαλαία δικά μας. Βλ. Ειδική επιτροπή του 1963, συνεδρίαση της 2-5-1963 σελ. 44-45, στο Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, όψεις της Ελληνικής Εμπειρίας, Θεμέλιο σελ. 552, 551, 550, 548, 549, 547
[8] βλ. στο ίδιο πιο πάνω σελ. 549 σημ.50 και σελ.550 σημ.53 όπου περαιτέρω παραπομπές, μεταξύ άλλων, Livre blanc sur le procés du parti communiste allemand, Paris, Ed. Sociales 1956 , και το φυλλάδιο της Διεθνούς Ένωσης Δημοκρατικών Νομικών με τίτλο Des juristes démontrent l’illegalité de l’interdiction du P.C.A, Bruxelles 1960
[9] βλ. Δημήτρη Ν. Σακκά. ΠΛΑΤΩΝΑΣ. Μια κριτική ανάλυση της κοινωνικής- πολιτικής θεωρίας του. GUTENBERG, Αθήνας 1985 σελ.201
[10] Νόμοι, IX 874e-875d στο Έλλη Παππά, Ο Πλάτωνας και η εποχή μας, Κέδρος 1981 σελ. 124
[11] Γκουστάβ Λαντάουερ, Το μήνυμα του «Τιτανικού», εκδόσεις Τροπή, σελ. 84, 45
[12] στο ίδιο, σελ. 84
[13] Γκουστάβ Λαντάουερ, Έκκληση για σοσιαλισμό. Τροπή, σελ.36
[14] βλ. Το ενδιαφέρον άρθρο του Σάββα Μιχαήλ...ότι το κράτος αυτού καθαιρείται ταχύ...στην ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 1819 (Φλεβάρης 2009) σελ.252 επ.
[15] βλ. το διεισδυτικό βιβλίο του Κώστα Δεσποινιάδη, ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ, Ο Ανατόμος της Εξουσίας, εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ, Θεσσαλονίκη 2007, σελ.25, 68
[16] βλ. Άντον Πάνεκουκ, Τα εργατικά Συμβούλια, Ελεύθερος Τύπος, 1996, σελ.83 και 260
[17] στο ίδιο πιο πάνω σελ.186
[18] βλ. Alfred Schmidt, Ο Hegel για την Γαλλική Επανάσταση και την αστική κοινωνία, σε μετάφραση του Γιώργου Σταμάτη στα τεύχη πολιτικής οικονομίας, τεύχος 4, άνοιξη 1989 σελ.77 επ.
[19] βλ. το ίδιο πιο πάνω
[20] βλ. DOLGOFF, ΑΝΑΡΧΙΚΕΣ ΚΟΛΛΕΚΤΙΒΕΣ, η εργατική αυτοδιεύθυνση στην Ισπανική Επανάσταση, Διεθνής Βιβλιοθήκη, όπου και Εισαγωγικό δοκίμιο από τον MYRRAY BOOKCHIN σελ.55 τούτου
[21] Άντον Πάνεκουκ, Τα εργατικά Συμβούλια, Ελεύθερος Τύπος, 1996, σελ.91
[22] Αναφέρεται στο Αριστόβουλος Ι. Μάνεσης, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος Ι, εκδοτικός οίκος Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 57 και υποσημείωση μ’ αριθμό 48.
[23] βλ. Γκουστάβ Λαντάουερ, Το μήνυμα του «Τιτανικού», εκδόσεις Τροπή, σελ.160
[24] βλ. το τελευταίο άρθρο της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Τάξις επικρατεί εις το Βερολίνο» στο βιβλίο Ρόζα Λούξεμπουργκ «Μπροσούρα του Γιούνιους» Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, 2011, σελ.197 και ιδία σελ.198
[25] G.E.M DE STE CROIX στο ίδιο πιο πάνω σελ.518-519 και σελ.732 υποσημείωση μ’αριθμό 41α όπου ο συγγραφέας προσθέτει πως ο Cameron «σωστά απορρίπτει την ταύτιση των φατριών με μακροπρόθεσμους εκπροσώπους ορισμένων οικονομικών ή θρησκευτικών ομάδων και που έχουν μάλιστα τα χαρακτηριστικά πολιτικών “κομμάτων”. Η πλευρά αυτή του βιβλίου – του Cameron – έχει τη μεγαλύτερη αξία και είναι τελείως πειστική. Ωστόσο, δεν με πείθει η ουσιαστική άρνησή του... να αναγνωρίσει κάθε πολιτική σημασία στις φατρίες...» - η έμφαση και τα κεφαλαία δικά μας-
[26] βλ. Μανώλη Λαμπρίδη, όπου παραπάνω σελ.63
[27] βλ. Τσέζαρε Λομπρόζο, Οι Αναρχι- κοί, εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2011
[28] βλ. τον αποκαλυπτικό – σπαρταριστό Λίβελλο κατά Αρχιερέων, του Ανωνύμου του Έλληνος, όπου οι μοναχοί ονομάζονται «μελανόμορφοι και μελανόψυχοι», «λαχανοφάγοι ασκητές ανθρωποφάγοι» στην ενδιαφέρουσα μελέτη του Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη με τίτλο «Ιδεολογικές συνέπειες της κοινωνικής διαμάχης στη Σμύρνη (1809-1810) στο Δελτίο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμος (3)-(1982) σελ. 9 επ. με άρτιο υπομνηματισμό του συγγραφέα, ως και του ίδιου, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδόσεις ΜΙΕΤ σελ. 376, 580
[29] βλ. G.E.M DE STE CROIX, πιο πάνω σελ.460, 461
[30] Λαντάουερ, Έκκληση για σοσιαλισμό σελ.83

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου