Βατοπεδινές ιστορίες


Ι

Πρόσφατες, σχετικά, δικαστικές εξελίξεις μας ώθησαν να ανασύρουμε απ’ τα «ερμάρια της μνήμης» μας την ακόλουθη ιστορία την οποία και σπεύδουμε να μοιραστούμε μαζί σας: Το ancient régime (γαλλικό προεπαναστατικό καθεστώς) όδευε προς το τέλος του όταν η κατάληξη μιας δίκης σχετικής με κληρονομιαία περιουσία σκανδάλισε ως και τους ανθρώπους εκείνης της εποχής που ήσαν κορεσμένοι από κάθε λογής σκάνδαλα. Επρόκειτο για τον δέκατο όγδοο (18ο) αιώνα, τότε που κάποιος ηγούμενος μοναστηριού επαίρετο για τον αθεϊσμό του, ο λοχαγός του γαλλικού πυροβολικού Σοντερλό ντε Λακλό δημοσίευσε το διαβόητο μυθιστόρημά του «Οι επικίνδυνες σχέσεις» (Les liaisons dangereuses) και ο Ντιντερό δημοσίευσε το πορνογραφικό μυθιστόρημα του «Αδιάκριτα κοσμήματα» (Les Bijoux indiscrets).[1]  Αυτός ο ίδιος λαμπερός στοχαστής διέκρινε την σεξουαλική προέλευση των ηθικών ιδεών: «Στο βάθος των πιο ευγενών αισθημάτων μας και της πιο εκλεπτυσμένης τρυφερότητας, θα βρεις να υπάρχει και κάτι από αρχίδι» έγγραφε.[2]

Παρόλα αυτά, συνέβη κάτι που σκανδάλισε ως κι αυτούς τους ανθρώπους εκείνου του ελάχιστα πουριτανικού αιώνα: Ένας μαρκήσιος, αρκετά προχωρημένης ηλικίας και ασθενικής, κατά πως αποδείχτηκε, κράσης, νυμφεύτηκε μια πολύ νεαρά σύζυγο. Μετά παρέλευση όχι μεγάλου χρονικού διαστήματος, ο μαρκήσιος απεβίωσε, ως όφειλε άλλωστε, καταλείπων την νεαράν χήρα του άνευ τέκνων και μια τεράστια κληρονομιαία περιουσία. Δέκα (10) έτη μετά την άδοξη τελευτήν του μαρκησίου η νεαρά εισέτι χήρα του γέννησε άρρεν τέκνον. Στην διανοιγείσα μεταξύ αυτής και των εξ αίματος συγγενών του αποβιώσαντος μαρκησίου κληρονομιαίαν δίκη, ενίκησεν η μαρκησία. Το δικαστήριο απεφάνθη ότι «…συνεπεία του αιφνιδίου και αδοκήτου θανάτου του μαρκησίου και της, λόγω τούτου, προκληθείσης βαθυτάτης ψυχικής οδύνης της ήδη εγκύου μαρκησίας, η κύησις αυτής επιμηκύνθη επί δεκαετίαν…»! Έτσι, οι εξ αίματος συγγενείς του μαρκησίου αποστερήθηκαν της κληρονομιαίας περιουσίας του την οποία εκέρδισε η νεαρά μαρκησία χήρα, χάριν της ερωτικής της ασυδοσίας και των δωροφάγων δικαστών της. Επρόκειτο για τερατωδία που έφερε υφολογικήν ένδυση δικαστικής απόφασης. Έμεινε στην ιστορία γιατί η εκτρωματική της ύπαρξη απετέλεσε μετεπαναστατικά την αρνητική ratio decidendi (δικαιολογητικό λόγο θέσπισης) των ονομασθέντων «τεκμηρίων γνησιότητος τέκνου» που έθεσε ο Ναπολεόντειος Αστικός Κώδικας (Code Civil) από τον οποίον μεταφυτεύθηκαν και στον δικό μας Αστικό Κώδικα.[3]

ΙΙ

Πάντα ξένιζε, δυσαρεστούσε, η εξοργιστική ικανότητα των ανθρώπων να κρατούν τις σκέψεις τους ασύνδετες μεταξύ τους, πολλώ δε μάλλον, να τις καθιστούν αλληλογρονθοκοπούμενες. Ο Levinson είχε ήδη επισημάνει ότι ο Ιουστινιάνειος Κώδικας, αφού διατύπωνε την αρχή ότι «η δουλεία είναι αντίθετη με τον φυσικό νόμο», στην συνέχεια έσπευδε να απαριθμήσει τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη δούλων με κάθε λεπτομέρεια. Και στον δέκατο ένατο αιώνα ένας Αμερικανός αφέντης δούλων μπορούσε ευχαρίστως να συμφωνεί με τα λόγια της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας  ότι «όλοι οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν ίσοι».[4] Με τις προαναφερθείσες σκέψεις κατά νουν ας ασχοληθούμε με τους αγιορείτες μοναχούς και δη εκείνους της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου. Έμβλημα και συλλογιστικός άξονας του μοναχού είναι η «αποταγή του κόσμου», η απάρνηση των υλικών αγαθών του κόσμου ετούτου, είναι η ασκητική ενόρμηση που τον διαφεντεύει, η τυραννία της ηθικής συνείδησης που εξαλείφει όλες τις άλλες πτυχές της ζωής. Ψυχολογικό του κρηπίδωμα είναι η ενοχική συναίσθηση της αναξιότητάς του ως θνητού και η επιμονή στην παιδευτική αξία της τιμωρίας. Εναντιώνεται στον αυθορμητισμό της συνείδησης και εναγκαλίζεται την αυστηρότητα της συνείδησης. Κατατρύχεται από την αφύπνιση του αισθήματος της αμαρτίας.[5] Ο μοναχός θεωρεί «την σωτηρία της ψυχής μεγάλο πράγμα», πρωτίστης σημασίας και κυριαρχικής επιβολής ζήτημα. Από την στιγμή που η φροντίδα για την ψυχή επικεντρώνεται στην εξεύρεση αποδείξεων της αθανασίας της, αναπόφευκτα, μολονότι ασυναίσθητα, οδηγείται κανείς στην στάση που υιοθετεί ο Πλάτων στον Φαίδωνα, δηλαδή της περιφρόνησης γι’ αυτήν την ζωή και της προσήλωσης στην άλλη. Η ζωή γίνεται κάτι από το οποίο ο φιλόσοφος (και ο μοναχός) θα επιθυμεί διακαώς να ξεφύγει και, όσο θα διαρκεί, θα την θεωρεί ένα είδος άσκησης ή προετοιμασίας για τον θάνατο· με άλλα λόγια, αφού ο θάνατος είναι η απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα, θα αδιαφορεί για το σώμα (ολιγωρείν 68c) και θα διατηρεί την ψυχή όσο πιο καθαρή γίνεται σ’ αυτήν την ζωή από τις κηλίδες των αισθήσεων και επιθυμιών του σώματος.[6]

To σώμα, λοιπόν, θεωρείται τάφος ή φυλακή της ψυχής και αυτή η ζωή ένα είδος καθαρτηρίου, από το οποίο ο φιλόσοφος και ο φιλοσοφών μοναχός πρέπει να αποστρέψουν το βλέμμα τους για να ατενίσουν την μακαριότητα του άλλου κόσμου.[7] Ταύτα, όμως, κατά τας Γραφάς και την Ιεράν Παράδοσιν. Στην πράξη οι μοναχοί συχνάκις ΔΕΝ απέστρεφαν το βλέμμα τους από τις αισθήσεις και επιθυμίες του σώματος· τουναντίον, έτρεφαν αδυναμία σε «παλάτια πολυτελή, λουτρούς ευρυχώρους, κήπους ευανθείς και όλα τα καταθύμια» γι’ αυτό και επιδίδονταν παλαιόθεν σε επικερδείς και κερδοσκοπικές δραστηριότητες του «κόσμου ετούτου». Το κακό παράγινε μέχρι του σημείου να αναγκασθεί ο Ιουστινιανός να εκδώσει το 531 διοικητική πράξη με βάση την οποία απαγόρευσε αυστηρά σ’ όλους τους φοροεισπράκτορες (curiales) να γίνουν ποτέ επίσκοποι ή ιερείς. Αλλ’ εις μάτην: Τα εισοδήματα των επισκόπων, οι οποίοι ξεπερνούσαν τους 1000 ήσαν, μερικές φορές, μεγαλύτερα από εκείνα οποιουδήποτε διοικητή επαρχίας. Η κατάρτιση του προσωπικού της εκκλησίας απορροφούσε πολύ περισσότερο έμψυχο υλικό απ’ ό,τι η κοσμική διοίκηση, και το κονδύλι μισθοδοσίας της Εκκλησίας ήταν πολύ βαρύτερο από εκείνο της αυτοκρατορίας. Τον πέμπτο αιώνα (και ουχί μόνον) εκατοντάδες χιλιάδες μοναχοί ήσαν πεισματικά αποσπασμένοι απ’ την παραγωγική διαδικάσια.[8] Αυτής της κατά παρέκκλιση δημιουργηθείσας παράδοσης συνεχιστές ήσαν εν τοις πράγμασιν ο ηγούμενος και το ηγουμενοσυμβούλιο της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους.

ΙΙΙ

Τα διατρέξαντα ιστορικά γεγονότα είναι γνωστά στο πανελλήνιο: Το προαναφερόμενο μοναστήρι διεκδικούσε από το Ελληνικό Δημόσιο την κυριότητα της λίμνης Βιστωνίδας και των παρόχθιων περιοχών της έκτασης 27.000 στρεμμάτων. Το δικαστήριο, στο οποίο προσέφυγε το μοναστήρι, δικαίωσε το Δημόσιο. Παρ’ όλα αυτά, το Δημόσιο αντήλλαξε περίπου 250 οικόπεδα του εμπορικώς αξιοποιήσιμα και ευρισκόμενα σε ακριβές και τουριστικές περιοχές, με την έκταση της λίμνης Βιστωνίδας η οποία όχι μόνον δεν έχει καμιάν απολύτως εμπορικήν αξία καθώς στην περιοχή της δεν επιτρέπεται η δόμηση, αλλά αναγνωρίσθηκε δικαστικώς και ως δική του έκταση. Έτσι, στην πραγματικότητα, το Ελληνικό Δημόσιο προέβη, επί ζημία των συμφερόντων του, σε παραχώρηση ακίνητης περιουσίας του άνευ αξιοχρέου ανταλλάγματος, οι δε υπεύθυνοι υπουργοί της εποχής εκείνης παραπέμφθηκαν αρμοδίως για κακουργηματικήν απιστία σε βάρος του Δημοσίου. Τελικά, η ασκηθείσα εις βάρος τους ποινική δίωξη έπαυσε οριστικώς λόγω της βραχυχρόνιας παραγραφής των αδικημάτων τους με βάση τον σκανδαλώδη Νόμο περί (μη) ευθύνης υπουργών και τις συνάδουσες με το πνεύμα του Συνταγματικές καταβολές του. Τελικά, εντός του παρελθόντος Μαρτίου δικάστηκαν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) της Αθήνας και κηρύχτηκαν άπαντες αθώοι της κατηγορίας για ηθικήν αυτουργία στις παραγραφείσες πράξεις των άλλοτε υπουργών «ελλείψει δόλου». Έτσι, οι υπεύθυνοι του μοναστηριού Εφραίμ και Αρσένιος, οι υπεύθυνοι «υπηρεσιακοί παράγοντες» της Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου και λοιποί εμπλεκόμενοι εκηρύχθησαν άπαντες αθώοι. Αυτό ήταν το άμεσο, το ορατό, αποτέλεσμα της δίκης. Ο χώρος της «Νέας Προοπτικής» δεν ενδείκνυται για αναλυτική νομικήν αξιολόγηση της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης. Γι’ αυτό θα περιοριστούμε σε δύο-τρείς παρατηρήσεις γενικού χαρακτήρα χωρίς, όμως, να κάνουμε παραχωρήσεις στην δημοσιογραφική προφάνεια, ούτε να προσφύγουμε σε απλοϊκές γενικεύσεις.

Κατά την προαναφερθείσα δικαστικήν απόφαση οι Εφραίμ και Αρσένιος, εκπρόσωποι της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, αθωώθηκαν γιατί «δεν είχαν δόλο». Δόλος (ή πρόθεση) σημαίνει μόνον τούτο: « Γνωρίζω τα στοιχεία της πράξης και τα θέλω» ή στην περίπτωση του ενδεχόμενου δόλου «Γνωρίζω τα στοιχεία της πράξης και τα αποδέχομαι». Ο δόλος (ή πρόθεση) του δράστη ενός εγκλήματος συγκροτεί την υποκειμενική υπόσταση τούτου εν αντιπαραβολή με την αντικειμενικήν υπόσταση του εγκλήματος η οποία είναι άμεσα αντιληπτή απ’ τις ανθρώπινες αισθήσεις· μπορούμε να την δούμε, να την φωτογραφήσουμε, να την βιντεοσκοπήσουμε, υπάρχει στον εξωτερικό κόσμο των αισθήσεων. Στην αντικειμενικήν υπόσταση του εγκλήματος, ανήκει και ο δράστης του εγκλήματος, οι εγκληματικές του ενέργειες ή παραλείψεις ως και το εγκληματικό αποτέλεσμα αυτών. Ο δόλος του, όμως, η πρόθεσή του δεν έχει απτή παράσταση στον εξωτερικό κόσμο των αισθήσεων· δεν μπορούμε ούτε να τον δούμε, ούτε να τον φωτογραφίσουμε, ούτε να τον βιντεοσκοπήσουμε. Απλοελληνιστί: τις σκέψεις του ανθρώπου, τις ενδιάθετες επιφυλάξεις του, τους υπολογισμούς του και τους σκοπούς του ΔΕΝ μπορούμε να τα δούμε, ούτε να τα φωτογραφίσουμε. Δεν υπάρχει τεχνική δυνατότητα να βλέπουμε με αξιοπιστία το τι έχει στο μυαλό του και στην ψυχή του ένας άνθρωπος! Αυτό είναι δεδομένο και αδιαμφισβήτητο. Μ’ αυτήν την έννοια δεν μπορούμε να καταδείξουμε ότι οι προθέσεις κανενός είναι κακές! Στο σημείο τούτο, όμως, χρειάζεται τεράστια προσοχή και ανάλογη σύνεση. Το ότι δεν μπορούμε να «δούμε», να «αγγίξουμε» τον δόλο ενός δράστη, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει δόλος σ’ αυτόν! Την ύπαρξή του ή την ανυπαρξία του θα την στηρίξουμε πάνω σε λογικούς συλλογισμούς που θα εδράζονται στέρεα πάνω σε εξωτερικά στοιχεία της ορατής, της αντιληπτής απ’ τις αισθήσεις μας συμπεριφοράς του πριν και κατά την εκτέλεση του εγκλήματός του. Δεν πρόκειται να αποφανθούμε εική και ως έτυχεν. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι απόλυτα κατακριτέο γιατί εμπεριέχει μιαν εντελώς απαράδεκτη δικαστικήν αυθαιρεσία που ευτελίζει, σε σημείο πλήρους αναίρεσης, την όποια έννομη σχέση της ποινικής δίκης. Αυτήν την διασκεπτική χρήση της ανθρώπινης διάνοιάς μας με βάση στοιχεία του εξωτερικού κόσμου, της αντικειμενικής πραγματικότητας, την οριοθέτησε ο Αναξαγόρας με την επιγραμματικής σπουδαιότητας φράση: όψις αδήλων τα φαινόμενα. (Αυτά που δεν φαίνονται, τα βλέπουμε μέσω αυτών που φαίνονται!).[9]

Πρόκειται για εντυπωσιακήν επιγραμματικότητα καταλυτικής σαφήνειας. Για να καταστήσουμε σαφέστερη την σκέψη μας ας χρησιμοποιήσουμε ένα δύο παραδείγματα παρμένα απ’ την νομολογία του Αρείου Πάγου: Συνηθέστατα ο δράστης ανθρωποκτονίας με πρόθεση ή, πολλώ δε μάλλον, απόπειρας ανθρωποκτονίας, ισχυρίζεται μετεγκληματικώς ότι «δεν είχε ανθρωποκτόνα πρόθεση», ότι ήθελε να φοβίσει το θύμα του ή να το αποτρέψει από κάποια ενέργεια του. Η παρατήρηση, όμως, της συμπεριφοράς του καταδεικνύει ανάγλυφα τον δόλο του, την πρόθεσή του, όταν π.χ πυροβόλησε το θύμα του από εγγύτατη απόσταση σε ζωτικό μέρος του σώματός του (κεφάλι) και επανέλαβε) τις βολές του τρεις (3) φορές. Στην περίπτωση αυτήν η αποφατική δικαστική κρίση για την ύπαρξη ανθρωποκτόνας πρόθεσης θα συνιστούσε εξόφθαλμη δικαστικήν αυθαιρεσία. Όταν ένας ταμίας κάποιου γεωργικού συνεταιρισμού αφαιρεί χρήματα απ’ το ταμείο του και, στην συνέχεια, τα καταθέτει σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό διατρανώνει, με την επιδειχθείσα συμπεριφορά του, τον δόλο του να υπεξαιρέσει ξένο χρηματικό ποσό, καθιστά φανερό τον σκοπό του να προβεί σε παράνομη ιδιοποίηση ξένου χρηματικού ποσού· και τούτο διότι η συμπεριφορά του δράστη προσήκει μόνο σε κύριο, ιδιοκτήτη των χρημάτων και τέτοιος θέλει να γίνει με την παράνομη ιδιοποίηση στην οποία επιδίδεται. Ο Εφραίμ και ο Αρσένιος εφέροντο ως ηθικοί αυτουργοί των λοιπών φυσικών αυτουργών. Το ότι η ποινική δίωξη κατά των τελευταίων έπαυσε οριστικά για τους προαναφερόμενους λόγους, ή το ότι εκηρύχθησαν αθώοι, τούτο ΔΕΝ σημαίνει, και δη άνευ ετέρου τινός, ότι είναι υποχρεωτική και η αθώωση των ηθικών αυτουργών. Τούτο θα συμβεί μόνον σ΄εκείνη την περίπτωση κατά την οποία δεν ετελέσθη αντικειμενικά αξιόποινη πράξη απ’ τον φυσικό αυτουργό, μόνον τότε δεν νοείται ποινική ευθύνη του ηθικού αυτουργού. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η ποινική ευθύνη του ηθικού αυτουργού είναι αυτοτελής έναντι του φυσικού αυτουργού, και δεν επηρεάζεται απ’ το ότι ο φυσικός αυτουργός λ.χ αθωώθηκε λόγω του ότι ενήργησε χωρίς δόλο. Κι επειδή έγινε λόγος από αρμόδια χείλη για «παραπλανηθέντες υπουργούς», εσχάτως δε και για «παραπλανηθέντες υπηρεσιακούς παράγοντες», ας πούμε και τούτο: Η τέλεση του εγκλήματος της απάτης (και ουχί μόνον), δεν προϋποθέτει θύμα ορισμένου βαθμού ευφυΐας, όντας αδιάφορον εάν ο απατηθείς (ή παραπλανηθείς) είναι πρόσωπον στερούμενον της προσήκουσας διανοητικής ανάπτυξης ή ικανότητας ή με ιδιαίτερη επιπολαιότητα κατέστησε ευχερή στον δράστη την εξαπάτηση αυτού!!!

ΙV

Κάποτε υποστηρίχθηκε (επανειλημμένως) ότι οι δικαιοδοτικές κρίσεις – εισαγγελικές διώξεις και διατάξεις, δικαστικές αποφάσεις – (οφείλουν να ) «παράγουν πολιτισμό». Η προαναφερόμενη δικαστική απόφαση μάλλον δεν τα κατάφερε να «παραγάγει πολιτισμό»! Είναι άστοχη. Πιο πάνω ομιλήσαμε για το άμεσο, το ορατό αποτέλεσμα της προαναφερόμενης δίκης, το οποίο εξαντλείται στην αθώωση των μοναχών – διακεκριμένων επιχειρηματιών Εφραίμ, Αρσενίου και των λοιπών συγκατηγορουμένων – συμμετόχων τους. Θα ήταν, όμως, ασυγχώρητο αν περιοριζόμασταν μόνο σ’ αυτό. Μακριά από εμάς κάθε ιστορικός αναχρονισμός, κάθε ανιστόρητη, χοντροκομμένη αναγωγιστική προσέγγιση κοινωνικών φαινομένων. Παρ’ όλα αυτά δεν αντέχουμε στον πειρασμό να μην υπομνήσουμε την νοερή σύγκριση μεταξύ της «δικαστικής απόφασης» του γαλλικού προεπαναστατικού δικαστηρίου περί της οποίας έγινε λόγος στην αρχή του άρθρου μας, και της προαναφερθείσας δικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) της Αθήνας: η πειστικότητα της δεύτερης ανταγωνίζεται, έστω και χωρίς μεγάλες αξιώσεις επιτυχίας, την «πειστικότητα» της πρώτης. Δεν ικανοποίησε το κοινό περί δικαίου συναίσθημα· τουναντίον, το προκάλεσε, ευθέως και απροκάλυπτα! Έτσι λειτούργησε αντικειμενικά, ανεξαρτήτως της βούλησης της εισαγγελέα και των δικαστών που συνέργησαν στην έκδοσή της. Τέτοιου είδος δικαστικές αποφάσεις ωθούν τους ανθρώπους έστω και ως «αθέλητη επίπτωση» σ’ έναν προελαύνοντα κυνισμό. Συντείνουν, ενίοτε με αποφασιστικό τρόπο, στο να δημιουργηθεί ένας διαβρωτικός σκεπτικισμός του λαού που έχει ως συλλογιστικόν άξονα την ανυπαρξία της αλήθειας, την διαμορφούμενη λαϊκήν πεποίθηση ότι «η αλήθεια είναι άχρηστη», ότι η απαίτηση για αλήθεια καθίσταται, ως εκ τούτου, ύποπτη. Τέτοιου είδους δικαστικές αποφάσεις, επενεργώντας αντικειμενικά, υποβαθμίζουν δραστικά τις ¨τιμές¨ των εννοιών «εντιμότητα», «ειλικρίνεια», «συνέπεια», «ευθυκρισία»· εμφανίζουν την ελευθερία ως πεδίο για ατελείωτη, ανεύθυνη (και επικερδή) ευχαρίστηση για τον κάθε ρασοφόρο επιχειρηματία και τους ιδιοτελείς οικονομικούς και νομικούς συμβούλους του.

Μια τέτοια διαμορφούμενη κατάσταση επηρεάζει δυσμενώς τα αισθήματα και τον αυτοσεβασμό των ανθρώπων κι’ όταν συνεχιστεί, τους οδηγεί στην απόγνωση και σε ηθικά αδιέξοδα. Μια τέτοια απευκτέα εξέλιξη των πραγμάτων προσλαμβάνει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας σήμερα που εμφανίζονται στην ελληνική κοινωνία βίαιες και ραγδαίες μεταβολές της κοινωνικής δομής, που ξαναφέρνουν στην επιφάνεια αντιλήψεις και νοοτροπίες που βρίσκονταν μέχρι τούδε εν υπνώσει, που ζούσαν μια κρυφή ζωή. Κι’ όταν ο νους είναι προετοιμασμένος, δεν χρειάζεται παρά μια ασήμαντη αφορμή ως είναι λ.χ η  εμφάνιση ενός επίδοξου εθνοσωτήρα Αρτέμη Σώρρα για να κατακλυσθούμε από πλησμονή ανορθολογισμού. Σήμερα στην ελληνική κοινωνία η κρατούσα πολιτική ΔΕΝ αποκαλύπτει, πλέον, κανένα ευρύτερο, ούτε βαθύτερο νόημα για τους απλούς ανθρώπους. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη κερδοσκοπική δραστηριότητα που αποδιώχνει τους ανθρώπους, τους διαφθείρει ηθικά, εξουδετερώνει την κοινωνική τους συνείδηση και, στο τέλος, τους απογυμνώνει από κάθε δύναμη αντίστασης. Εν τέλει, η εξαχρείωση μεταμορφώνεται σε πεποίθηση. Μέσα σ’ ένα τέτοιο ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο η διανοητική εντιμότητα των δικαιοδοτικών κρίσεων δεν αποτελεί ένα απλό, παράλληλο στοιχείο της πνευματικής και λειτουργικής τους συγκρότησης, αλλά την στέρεη βάση της έλλογης αναμέτρησής τους με την νομική και κοινωνική πραγματικότητά μας. Φοβούμαστε ότι η πιο πάνω δικαστική απόφαση – και η σύμφωνη εισαγγελική εισήγηση – δεν μπορούν να σεμνύνονται για την διανοητική εντιμότητα τους. Κρίμα!
                                                           
11 – ΙV – 2017
                                                          Πέτρος Πέτκας

Πρώτη δημοσίευση: Νέα Προοπτική




[1] βλ. Peter Gay, Το κόμμα της ανθρωπότητας. Θέσεις για τον Γαλλικό Διαφωτισμό, εκδόσεις Θύραθεν, σελ. 137, 148, 203
[2] βλ. του ίδιου, Διαφωτισμός. Ο Βολταίρος συζητά με τον Λουκιανό και τον Έρασμο, Θύραθεν Εκδόσεις, σελ. 151
[3] βλ. άρθρα 1465 έως και 1468 του Αστικού μας Κώδικα
[4] παρατίθεται στο W.K.C Guthrie, Oι Σοφιστές, ΜΙΕΤ, σελ. 201
[5] παράβαλε, Matthew Arnold, Κουλτούρα και Αναρχία, Πάπυρος, σελ. 198,203 ως και τις εύστοχες επισημάνσεις στην εισαγωγή του Περικλή Βαλλιάνου.
[6] βλ. Φαίδων 61b-c, 64a, 67 c-e
[7] βλ. W.K.C Guthrie, Σωκράτης, ΜΙΕΤ, σελ. 225
[8] βλ. G.E.M. DE SAINTE CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, Εκδόσεις ΡΑΠΠΑ, 1998, σελ. 583, 609, 610
[9] βλ. ALBIN LESKY, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Νέα Ελληνική Έκδοση Αναθεωρημένη 2014,2015, Δέσποινα Κυριακίδη, σελ. 315 και 644

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου