Στο βασίλειο του κιτς



Αν υπάρχει μία αισθητική κατηγορία που αποτυπώνει την πραγματικότητα των σόσιαλ μήντια, αυτή αναμφίβολα είναι το κιτς. Όχι μόνο επειδή τα συγκεκριμένα μέσα κατακλύζονται καθημερινά από κιτς εικόνες κάθε είδους (γατάκια, τοπία, σέξι φωτογραφίες κλπ), αλλά εξαιτίας της λογικής που διαπερνά το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου τους.

Η πλειοψηφία των αναρτήσεων στα σόσιαλ μήντια αφορά σύντομα σχόλια ή εικόνες που απευθύνονται πρωτίστως στο συναίσθημα. Στόχος τους είναι να προκαλέσουν και να αιχμαλωτίσουν έστω και για λίγο την προσοχή των χρηστών, σε ένα περιβάλλον όπου τα ερεθίσματα είναι πάρα πολλά και το attention span μειώνεται διαρκώς. Στην προσπάθειά τους να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερους followers ακολουθούν μηχανικά την ίδια απλοϊκή και τυποποιημένη φόρμα, αναπαράγουν τετριμμένα θέματα, άμεσα αναγνωρίσιμα από το πλατύ κοινό και συγκινησιακά φορτισμένα. Ως εκ τούτου ελάχιστα εμπλουτίζουν τη γνώση ή την κατανόηση του θεατή/αναγνώστη.

Αυτά όμως είναι και τα δομικά διακριτικά χαρακτηριστικά του κιτς σύμφωνα με τους κυριότερους μελετητές του (Γκρίνμπερκ, Κούλκα, Σόλομον, Κούντερα κ.α.). Όπως στο κιτς, το μεγαλύτερο μέρος των αναρτήσεων στα σόσιαλ μήντια προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον θεατή με πρωτόλειο και χοντροκομμένο τρόπο. Από τις αλλεπάλληλες κραυγές για τις αδικίες του κόσμου, μέχρι τις σπαραξικάρδιες φωτογραφίες προσφυγόπουλων και από τις αγωνιστικές εκκλήσεις μέχρι τα κοινότοπα αστεία και τις σέξι σέλφις, όλες παραπέμπουν σε μία απλοϊκή και υπερφίαλη εικόνα του κόσμου, διεγείροντας ταυτόχρονα εύκολα και επιφανειακά συναισθήματα.

Αντί για μία αυθεντική εμπειρία - αισθητική η γνωστική, οι αναρτήσεις στα σόσιαλ μήντια δεν προσφέρουν παρά μία επίπλαστη προσομοίωσή της. Μία παρωδία κάθαρσης, όπως σημείωνε ο Αντόρνο. Αντί να οξύνουν την κατανόησή μας για το θέμα με το οποίο καταπιάνονται, την αποχαυνώνουν. Εν τέλει, μέσα από τη διαρκή επανάληψη νεκρώνουν ακόμη και αυτή μας τη δυνατότητά να αισθανόμαστε.

Όπως το κιτς είναι προϊόν της βιομηχανικής επανάστασης – μία φθηνή απομίμηση τέχνης για τις μάζες, έτσι και το κιτς στα σόσιαλ μήντια είναι αποτέλεσμα της ψηφιακής επανάστασης και της μαζικής έκθεσης στην εικονική δημόσια σφαίρα. Ένας βολικός τρόπος να «σκοτώσουν» την ώρα τους οι άνθρωποι, χωρίς να αμφισβητήσουν τις θεμελιώδεις προκείμενες της βαρετής και αδιάφορης ζωής τους. Μία καθολική σφαίρα οικείου, προχωνευμένου και αυτάρεσκου υλικού που προκαλεί εύκολο ερεθισμό και πρόσκαιρη εκτόνωση, αλλά και ισχυρό εθισμό.

Παραφράζοντας τον Κούντερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σύμπαν των σόσιαλ μήντια είναι η μετάφραση της ηλιθιότητας στη γλώσσα του εξυπνακισμού, της κοινοτοπίας και του φθηνού συναισθηματισμού. Η ένωση της ανθρωπότητας έγινε επιτέλους πράξη κάτω από το λάβαρο του σοσιαλμηντιακού κιτς. 

Δημήτρης Τσίρκας



La parole a été donnée à l’ homme pour déguiser sa pensée

O λόγος (ομιλία) δόθηκε στον άνθρωπο για να μεταμφιέζει την σκέψη του

Ι
Ο γνωστός Εβραιοαυστριακός στοχαστής Καρλ Κράους («Όταν ο – εικοστός – αιώνας σήκωσε χέρι για να χτυπήσει τον εαυτό του, το χέρι αυτό ήταν ο Κράους» είπε ο Μπρεχτ) θεωρούσε την κακοποίηση και την φθορά της γλώσσας σύμφυτη με την ευτέλεια της περιρρέουσας σκέψης και την «διαφθορά» της ευθέως ανάλογη με αυτήν  της κοινωνίας. Ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος διανοούμενος που θα επισημάνει τόσο έγκαιρα και με τέτοια οξυδέρκεια, την οργανική και αιτιώδη σχέση μεταξύ γλώσσας, σκέψης, ενσυναίσθησης και πράξης.[1] Παράλληλα, ο Ερνστ Κασσίρερ αναφερόμενος στην γλώσσα του ναζισμού γράφει ότι ανακαλύπτει κατάπληκτος πως δεν καταλαβαίνει πια την γερμανική γλώσσα. «Έχουν πλαστεί καινούργιες λέξεις· κι οι παλιές ακόμη χρησιμοποιούνται με καινούργια έννοια· έχουν υποστεί μια βαθειά αλλαγή νοήματος… προηγουμένως είχαν περιγραφική, λογική ή σημαντική έννοια, τώρα χρησιμοποιούνται ως μαγικές λέξεις που σκοπός τους είναι να προκαλέσουν ορισμένα αποτελέσματα διεγείροντας ορισμένα συναισθήματα. Οι συνήθεις λέξεις μας είναι φορτισμένες με νοήματα· αλλά αυτές οι καινούργιες λέξεις φορτίζονται με αισθήματα και βίαια πάθη…
Όταν ακούμε αυτές τις καινούργιες λέξεις νιώθουμε μέσα τους όλη την κλίμακα των ανθρώπινων παθών, το μίσος, την οργή, την μανία, την έπαρση, την περιφρόνηση, και την αλαζονεία…»[2] Συνακόλουθα, η γλώσσα δεν είναι μόνο στοιχείο σοφίας, αλλά και σχολείο μωρίας.[3] Ο Machiavelli εκείνος ο μεγάλος δάσκαλος του πολιτικού τεχνάσματος και της πολιτικής απάτης ήταν ίσως ένας από τους πιο ειλικρινείς πολιτικούς συγγραφείς. Μιλάει ειλικρινά, απροκατάληπτα και με κάποια αφέλεια. Ποτέ δεν υποκρινόταν ούτε έκρυβε τις γνώμες και τις κρίσεις του· έλεγε την σκέψη του αποφασιστικά και απερίφραστα. Η καλύτερη λέξη γι’ αυτόν ήταν η τολμηρότερη. Οι σκέψεις του και το ύφος του δεν παρουσιάζουν αμφιλογία· είναι σαφείς, έντονες, ξεκάθαρες. Κανείς δεν αμφέβαλε ποτέ ότι η πολιτική ζωή, όπως έχουν τα πράγματα, είναι γεμάτη εγκλήματα, προδοσίες και κακουργήματα. Αλλά κανένας στοχαστής πριν τον Machiavelli δεν είχε επιχειρήσει να διδάξει την τέχνη αυτών των εγκλημάτων. Αυτά τα πράγματα γίνονταν, αλλά δεν διδάσκονταν.[4] Το πνευματικό δημιούργημα του Machiavelli εμπεριέχει τα πιο επικίνδυνα αξιώματα της τυραννίας. Γι’ αυτό και η θεωρία του δεν έχασε ποτέ έδαφος: ακόμα και στην περίπτωση που κάποιοι εξουσιαστές αισθάνονταν απέχθεια απέναντί του, η απέχθεια αυτή αναμειγνυόταν πάντα μ’ ένα είδος θαυμασμού και σαγήνης![5]